Thursday, December 24, 2009

Φαντάσματα (24/12/2009)

ΠΩΣ ΤΟΥ ΗΡΘΕ ΑΥΤΗ Η ΙΔΕΑ; Κάτι σείστηκε πίσω από τη βαριά μπροκάρ κουρτίνα του σαλονιού του. Αλλά μπορεί να ’ταν κι ο αέρας (αν κι όλες οι μπαλκονόπορτες ήταν κλειστές). Κάποια αλλόκοτη φιγούρα καθρεφτίστηκε στο τζάμι (αν και το φως στα λαμπιόνια στο μπαλκόνι του έσβηνε τις αντανακλάσεις). Αλλά μπορεί να ’ταν κι η φάτσα του. Τι άλλο από αλλόκοτη μπορεί να είναι η φάτσα ενός συμπαθούς κατά τα άλλα ανθρώπου άνω των 200 ετών; Πάντως, υπήρχε κάτι παράξενο στην ατμόσφαιρα της έπαυλης των 350 τετραγωνικών, της οποίας απόψε ήταν ο μόνος ένοικος. Είχε δώσει άδεια σε όλο το πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό (το περισσότερο περιττό, αλλά απασχολούμενο για λόγους φιλανθρωπίας και κοινωνικής ειρήνης).

ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΤΗΚΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ. Σαν να του φάνηκε ότι άκουσε βήματα στον κήπο. «Μπα, ιδέα μου θα’ ναι», σκέφτηκε. Από εκείνη την εφιαλτική νύχτα παραμονής των Χριστουγέννων του 1843, τα γνωστά δημοφιλή φαντάσματα των Περασμένων Χριστουγέννων, των Τωρινών Χριστουγέννων και των Χριστουγέννων του Μέλλοντος δεν τον είχαν ενοχλήσει παρά ελάχιστες φορές και μόνο για έλεγχο ρουτίνας. «Στάσου να θυμηθώ… Χριστούγεννα του 1870, πρώτη Μεγάλη Ύφεση, 1914, αρχές Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου… Δεκέμβρης 1929, δεύτερη Μεγάλη Ύφεση, 1939, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…». Πέρασαν και στην πετρελαϊκή κρίση του ’70; Δεν θυμάται κάτι τέτοιο. Πάντως, σε όλους τους ελέγχους είχε βγει καθαρός. Ρεκόρ φιλανθρωπιών και δωρεών, κύριος στις σχέσεις του με τα συνδικάτα, τύπος και υπογραμμός στην εφαρμογή των συμβάσεων, βροχή τα βραβεία για τη δημιουργία απασχόλησης, την εταιρική κοινωνική ευθύνη, πλάκα τα γαλόνια για τη συμβολή του στις τέχνες ως μέγας χορηγός και του πιο αβάν γκαρντ ημίτρελου που υποστήριζε ότι το άδειο τελάρο που είχε κρεμασμένο στο σαλόνι του είναι το απαύγασμα της ανεικονικότητας. Κι όλα τα ιδρύματα που χρηματοδοτούσε γενναιόδωρα -το ίδρυμα για την ανακάλυψη της χαμένης Ατλαντίδας, το ίδρυμα για την προστασία των περιστεριών του Συντάγματος, το ίδρυμα για την ενίσχυση των συνταξιούχων άνω των 100 ετών, η Φάρμα Αποκατάστασης Θυμάτων Κτηνοβασίας- όλα λειτουργούσαν χωρίς ίχνος σκιάς πάνω τους. Αφήστε δε που δεν περνούσε χρόνος χωρίς να χαρίσει λαμπιόνια. Εκατομμύρια λαμπιόνια που να φωτίζουν το πνεύμα των Χριστουγέννων στις μητροπόλεις του κόσμου. Γενικώς, ήταν η ενσάρκωση του κοινωνικά υπεύθυνου καπιταλισμού. Και τη διάκρισή του αυτή την επισφράγιζαν τα Φαντάσματα των Χριστουγέννων που πότε πότε έκαναν έναν αιφνιδιαστικό έλεγχο...

ΑΛΛΑ ΕΙΧΑΝ να περάσουν χρόνια (τελευταία φορά τον Δεκέμβριο του 2001, κι είχαν γίνει κομμάτι ενοχλητικά), είναι αλήθεια, με επίμονες ερωτήσεις για ενδεχόμενη εμπλοκή του στη φούσκα των dot.com, στα σκάνδαλα της Enron και της Worldcom. Αλλά πέρασε με επιτυχία τη δοκιμασία – άλλωστε είχε ξεφορτωθεί εγκαίρως ένα σωρό επικίνδυνες μετοχές. Γενικώς, τα Φαντάσματα των Χριστουγέννων είχαν μια προτίμηση στις δύσκολες χρονιές, και φυσικά το 2009 ήταν μια δύσκολη χρονιά, και τίποτε δεν απέκλειε μια ακόμη επίσκεψή τους, αλλά καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ παρέμενε ο απόλυτος εκπρόσωπος του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν μπορεί να ξεχάσει την αποθέωση που γνώρισε πέρσι -τέτοια εποχή- όταν κατήγγειλε με οργή ως υπαίτιους της κρίσης τα άπληστα golden boys και έδωσε το καλό παράδειγμα απολύοντας τα μισά και μειώνοντας στο μισό τους μισθούς των άλλων μισών από τις διοικήσεις όλων των εταιρειών του. Και έκανε και μια σεβαστή οικονομία κλίμακας – αυτό δεν το διατυμπάνισε κιόλας, αλλά ποιον ενδιέφερε;

ΠΑΛΙ! Βήματα στην πόρτα, αυτή τη φορά δεν κάνει λάθος. Αλλά γιατί από την πόρτα; Τα Φαντάσματα έρχονταν πάντα από τις πιο απροσδόκητες γωνιές – μέσα από τοίχους, από ταβάνια, πίσω από κουρτίνες, μέσα από το τζάκι, ακόμη κι απ’ το ψυγείο ξεφύτρωσε ένα μια φορά. Γενικώς, τους άρεσε να τα κάνουν όλα με πολλά εφέ. Ο Σκρουτζ είχε συνηθίσει. Ήταν έτοιμος για την πιο φαντεζί εμφάνιση. Αλλά από την πόρτα;

ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥ ΧΤΥΠΗΣΕ το κουδούνι. Φόρεσε το καλό του ύφος – ένα μείγμα μελαγχολίας και χαράς, η πρώτη για τους δυο αιώνες ζωής στην πλάτη του, η δεύτερη για το Πνεύμα των Χριστουγέννων που υποτίθεται ότι πάντα τον έκανε να χαίρεται σαν παιδί. Άνοιξε ήρεμα την πόρτα κι ένιωσε έκπληξη, για πρώτη φορά από το 1843, αντικρίζοντας -αντί για το διάφανο φάντασμα του Μάρλι- το φάντασμα του μικρού Τιμ ή του ανιψιού του Φρεντ, που φυσικά είχαν όλοι πεθάνει, αντί για το απόκοσμο Φάντασμα των Περασμένων Χριστουγέννων, τρεις τύπους κουστουμαρισμένους με χαρτοφύλακες υπό μάλης. «Εκσυγχρονιστήκατε κι εσείς, καλό μου Φάντασμα, και… σας βλέπω τριπλό, ή μου φαίνεται; Αλλά, φάντασμα είστε, όπως θέλετε εμφανίζεστε… Περάστε», είπε ο Εμπενίζερ. «Είμαστε η νέα Υπηρεσία Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Οι Ράμπο του Χρυσοχοΐδη!», είπε βλοσυρά αλλά περήφανα ένας από τους τρεις. «Χριστούγεννα έχουμε ή Απόκριες; Τι είναι αυτό, τώρα;», ψέλλισε ο Εμπενίζερ. «Άσ’ τα αυτά, γέρο», απάντησε επιθετικά ο τύπος. «Ξεπλένεις χρήμα, φοροδιαφεύγεις, άσε που μπορεί να κάνεις δωρεές και στο “επαναστατικό ταμείο”. Λέγε, πού τα ’χεις;» «Εγώ φοροδιαφυγή, ξέπλυμα; Πλάκα κάνετε… Τα βιβλία μου είναι τζάμι! Αν εξαιρέσεις τις φοροαπαλλαγές από τις χορηγίες, τις δωρεές, τα ιδρύματα, τα ινστιτούτα που χρηματοδοτώ, όλος ο άλλος τζίρος μου είναι μια διαρκής προσφορά. Και την έκτακτη εισφορά πλήρωσα χωρίς να κάνω προσφυγή… Να πάτε να πιάσετε τους υδραυλικούς… Τους ταξιτζήδες, τους σοβατζήδες, τους μπετατζήδες!», είπε αγανακτισμένος ο Σκρουτζ. «Κι αυτό εδώ τι είναι, γέρο;», απάντησε ο Ράμπο, κολλώντας του στη μύτη ένα χαρτονόμισμα. «Τι είναι; Ένα πεντάευρο…», απάντησε παραξενεμένος ο Σκρουτζ. «Είναι αλήθεια ότι τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου το έδωσες πουρμπουάρ στον παρκαδόρο του νυχτερινού κέντρου “ Έξω φτώχεια” χωρίς να σου κόψει απόδειξη; Θα τα ξαναπούμε, γέρο… Έχουμε κι άλλα ατράνταχτα στοιχεία», είπε ο βλοσυρός αρχηγός της ομάδας. «Μήπως μπορούμε να το τακτοποιήσουμε κάπως;..», είπε δειλά ο Εμπενίζερ βάζοντας το χέρι στην τσέπη του παντελονιού, στο πιο προφανές υπονοούμενο που του ήρθε εκείνη την ώρα. «Αυτό που είπες θα χρησιμοποιηθεί εις βάρος σου», είπαν οι αδιάφθοροι και χάθηκαν στο σκοτάδι.

ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ του χειρότερου νυχτερινού εφιάλτη από τα Χριστούγεννα του 1843. Το κουδούνι ξαναχτύπησε και δεν ήταν το Φάντασμα των Τωρινών Χριστουγέννων, αλλά οι επιθεωρητές περιβάλλοντος, οι «ράμπο της Μπιρμπίλη». «Το τζάκι σου εκπέμπει πολύ διοξείδιο, γέρο», του είπε ο επικεφαλής της ομάδας που μόλις είχε κατέβει από την καμινάδα της έπαυλης. «Και στην πισίνα σας χρησιμοποιείτε τρεχούμενο νερό», συμπλήρωσε η «ξινή» συνοδός του. «Έχετε θράσος», εξανέστη ο Σκρουτζ. «Είμαι πρωτοπόρος της πράσινης ανάπτυξης, έχω επενδύσει σε φωτοβολταϊκά, σε αιολικά, μέχρι και τις έρευνες για την πυρηνική σύντηξη χρηματοδοτώ… Και τρώω αποκλειστικά βιολογικά προϊόντα». «Ναι, αλλά το γκαζόν στον κήπο; Γιατί δεν βάζατε αγριάδα και βάλατε αφρικανικό, που είναι και υδροβόρο; Αφήστε που διαταράσσει την εγχώρια βιοποικιλότητα…», είπε η «ξινή». «Μήπως… θα μπορούσαμε να το τακτοποιήσουμε αλλιώς;», ρώτησε ο Σκρουτζ, βάζοντας αυτή τη φορά το χέρι στην τσέπη του σακακιού του, για να κάνει ακόμη προφανέστερη την προσφορά συναλλαγής. Η «ξινή» τον κεραυνοβόλησε μ’ ένα ύφος που υποσχόταν εκδίκηση κι έφυγε με την ομάδα της.

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΧΤΥΠΗΜΑ κουδουνιού δεν έγινε φυσικά από το Φάντασμα των Μελλοντικών Χριστουγέννων. Μια ακόμη ομάδα τριών κουστουμάτων συστήθηκε ως Ερανική Επιτροπή Δημοσίου Χρέους, αλλά -όπως προέκυπτε από τις ερωτήσεις στον Σκρουτζ- μάλλον έψαχνε τον ύποπτο ρόλο του στις επιθέσεις κατά των ελληνικών ομολόγων. «Εγώ; Που αγοράζω τα ελληνικά ομόλογα στην ονομαστική τιμή τους; Που δεν πάω να εισπράξω ούτε το κουπόνι; Που καταπατάω τις ιερές αρχές μου για την ελευθερία των αγορών; Που τα κρατάω στα εικονίσματα σαν την πρώτη τυχερή μου δεκαρίτσα; (Είχα εγώ τυχερή δεκαρίτσα ή άλλος Σκρουτζ ήταν αυτός;)…Δεν σας επιτρέπω να αμφισβητείτε τον πατριωτισμό μου!». Η επιτροπή τού είπε ψυχρά ότι διαθέτει στοιχεία για το τελευταίο ταξίδι του στις ΗΠΑ και τις επαφές του με στελέχη των οίκων αξιολόγησης S&P, Moody’s και Fitch εν όψει της έκδοσης εταιρικού ομολόγου της Τράπεζας Ανάπτυξης της Αφρικανικής Τάφρου, της οποίας ήταν βασικός μέτοχος. «Δεν βρίσκετε περίεργη σύμπτωση ότι οι επισκέψεις εκεί σας συνέπεσαν με τις αρνητικές αξιολογήσεις για την Ελλάδα;», ρώτησε στυφά και ειρωνικά ο επικεφαλής της επιτροπής. «Τι να κάνω, εκτός από πατριώτης, είμαι και διεθνιστής… Μήπως μπορούμε να το διευθετήσουμε κάπως αλλιώς;», αποτόλμησε πάλι, αυτή τη φορά ανεμίζοντας ένα «τούβλο» εκατοντάευρα. «Θα τα ξαναπούμε, Σκρουτζ», είπε εν χορώ η Ερανική Επιτροπή Δημοσίου Χρέους, κι εξαφανίστηκε.

«ΤΩΡΑ, εσείς είστε -ας πούμε- ελεγκτής της ΦΑΕΕ Αθηνών;», ρώτησε ο Σκρουτζ ανοίγοντας στον τέταρτο κατά σειρά επισκέπτη της παραμονής των Χριστουγέννων, ο οποίος δεν ήταν κουστουμάτος σαν τους άλλους. Αντιθέτως, είχε την όψη ενός νορμάλ τρομακτικού φαντάσματος, χαμένου κάτω από ένα τεράστιο μαύρο χιτώνα, με τα λιπόσαρκα χέρια του μόνο να εξέχουν από τα μανίκια. Α, είχε κι ένα δρεπάνι στο δεξί του χέρι. «Δεν είμαι ελεγκτής της ΦΑΕΕ ούτε της ΦΑΒΕ, Σκρουτζ. Ο Θάνατος είμαι και το ξέρεις. Δεν νομίζεις ότι 200 χρόνια είναι πολλά; Αρκετά τους δούλεψες όλους, ακόμη και τα ηλίθια Φαντάσματα των Χριστουγέννων. Λοιπόν, ετοιμάσου. Πάμε!», είπε το νορμάλ φάντασμα. «Μήπως μπορούμε να το διευθετήσουμε κάπως αλλιώς;», αποπειράθηκε για τελευταία φορά ο Σκρουτζ. «Πόσα δίνεις;», ρώτησε ο Θάνατος. «Δέχεσαι επιταγή;», ρώτησε με τη σειρά του ο Σκρουτζ.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/12/2009)

«Πώς να μην εξάπτομαι», είπε ο θείος, «αφού ζω σ’ έναν κόσμο γεμάτο ηλιθίους; Ακούς εκεί… Καλά Χριστούγεννα! Να τα βράσω τα καλά Χριστούγεννα! Και τι είναι για σένα τα Χριστούγεννα; Να σου πω εγώ; Μια εποχή που πληρώνεις λογαριασμούς χωρίς να ’χεις λεφτά! Μια εποχή που σου φορτώνει ένα χρόνο στην πλάτη, αλλά δεν σε κάνει ούτε μια ώρα πλουσιότερο! Μια εποχή που ανοίγεις τα λογιστικά σου βιβλία, κι από τους δώδεκα μήνες του χρόνου που πέρασε, βγάζεις παθητικό και στους δώδεκα! Αν ήταν στο χέρι μου», συνέχισε οργισμένος ο Σκρουτζ, «θα έβραζα μαζί με την πουτίγκα τον κάθε ανόητο που παίρνει τους δρόμους και εύχεται Καλά Χριστούγεννα δεξιά κι αριστερά, κι έπειτα θα τον έθαβα με μια σφήνα από γκι στην καρδιά!»

Τσαρλς Ντίκενς, «Ο ύμνος των Χριστουγέννων»

Sunday, December 20, 2009

Το bar code της αποξένωσης (19/12/2009)

Κάθομαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Aνοίγω ένα έγγραφο Word. Στις επόμενες δύο-τρεις ώρες πρέπει να γεμίσει με περίπου χίλιες διακόσιες λέξεις, τοποθετημένες με τρόπο που να αφηγούνται μια ιστορία ή να ξετυλίγουν έναν πλήρη συλλογισμό, όχι πάντα εύστοχο. Το κείμενο (αποτέλεσμα ρεπορτάζ, σκέψης ή φαντασίας) στη συνέχεια θα διορθωθεί. Έπειτα, ο συντάκτης ύλης θα το επιμεληθεί, θα βρει τίτλο, θα αναζητήσει τη φωτογραφία που θα το εικονογραφήσει. Ο photo editor θα του υποδείξει μερικές φωτογραφίες, κι αφού καταλήξουν σε μία, ο σκανερίστας θα την επεξεργαστεί ψηφιακά. Στο μεταξύ, ο σελιδοποιός θα «στήσει» το κείμενο στη σελίδα, στην οθόνη του υπολογιστή, θα βάλει τις κατάλληλες γραμματοσειρές, θα ενθέσει και τη φωτογραφία. Η σελίδα θα περάσει από μια ακόμη διόρθωση και στη συνέχεια, έτοιμη στην άυλη, ψηφιακή της μορφή θα «ταξιδέψει» μέσω τηλεφωνικής γραμμής προς το τυπογραφείο, όπου μια ακόμη σειρά χεριών και ματιών θα της δώσουν την υλική της μορφή, του «τσίγκου», που θα τοποθετηθεί πάνω στον «πύργο» εκτύπωσης. Όταν θα έρθει η ώρα, μαζί με μερικές ακόμη δεκάδες «τσίγκινες» σελίδες, θα κυλήσει με ταχύτητες υπερηχητικές πάνω σε ογκώδη ρολά χαρτιού όπου μελάνια τεσσάρων βασικών χρωμάτων αλλά χιλιάδων δυνατών συνδυασμών θα της δώσουν την έντυπη μορφή της. Η μηχανή θα κάνει τη δουλειά, θα κόψει, θα ράψει και θα διπλώσει το τυπωμένο χαρτί στην τελική εκδοχή της εφημερίδας. Μια ακόμη σειρά ανθρώπων θα την «παραγεμίσει» με τις πιθανές προσφορές πριν η εφημερίδα οδηγηθεί σε μια άλλη μηχανή που θα την τοποθετήσει στο νάιλον που υπόσχεται να μη λερώσει τα χέρια σας με φρέσκο μελάνι. Ξημερώματα, έξω από τη μονάδα εκτύπωσης φτάνουν τα φορτηγά του πρακτορείο διανομής που θα μεταφέρουν τις εφημερίδες -με άλλα φορτηγά, με πλοία, ακόμη και με αεροπλάνα- σε όλη τη χώρα ή απευθείας στα περίπτερα της Αθήνας. Ο διανομέας θα πετάξει με βιασύνη το πάκο με τις εφημερίδες έξω από το περίπτερο, ενώ ο περιπτεράς θα βγει με κάποια νωχέλεια από το μικροσκοπικό του βασίλειο και θα επιδοθεί στην τελετουργία της έκθεσης της ενημερωτικής πραμάτειας στα μανταλάκια της τέντας του ή πάνω στα ψυγεία του παγωτού. Προς το παρόν, με χωρίζουν δέκα έως είκοσι ώρες από τη στιγμή που το κείμενο που πρόκειται να γράψω θα γίνει περίπου το ένα εκατοστό του τελικού προϊόντος που λέγεται εφημερίδα. Κι εγώ αντικρίζω με δέος την κενή σελίδα του εγγράφου Word που έχω ανοίξει και που πρέπει να γεμίσει με 1.200 λέξεις.

Οι περισσότεροι άνθρωποι στον καπιταλιστικό κόσμο μας, είτε παράγουν ενημέρωση, είτε γράφουν τις ιδέες τους «διά να απολαύσουν της εκτιμήσεως του πλήθους», είτε βιδώνουν μπουλόνια πάνω στη γραμμή παραγωγής αυτοκινήτων, είτε τροφοδοτούν με σοκολάτα μια γραμμή παραγωγής συσκευασμένων μπισκότων, ξεκινούν και τελειώνουν την εργάσιμη μέρα τους με τα ίδια ανάμεικτα συναισθήματα για το αντικείμενο της εργασίας τους. Ενδομύχως σκέπτονται «τι νόημα έχει αυτό που κάνουν», πόση σχέση έχει με το τελικό προϊόν που θα μπει στο ράφι ενός σούπερ μάρκετ, θα εκτεθεί απαστράπτον σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων ή θα κρεμαστεί στην τέντα ενός περιπτέρου. Νιώθουν πως αυτό που κάνουν στο οκτάωρό τους ελάχιστη ή και καμία σχέση δεν έχει με αυτό που αγοράζει ο καταναλωτής. Αισθάνονται να μην αναγνωρίζουν το κομμάτι του εαυτού τους που πέρασε στο εμπόρευμα. Η επίγευση του κόπου τους είναι πικρή. Ή ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, τούς είναι αδύνατο να υπάρξουν χωρίς αυτό τον «μάταιο κόπο» που καταβροχθίζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Το καταβροχθίζει όχι μόνο ως το εργάσιμο ένα τρίτο του εικοσιτετραώρου, αλλά με όλη την κοινωνικότητα που η εργασία επιβάλλει σχεδόν σε όλες τις διαστάσεις της ζωής μας: Ρωτάμε έναν συμπαθή άγνωστο «πώς σε λένε;» κι ύστερα «με τι ασχολείσαι:» ή «τι δουλειά κάνεις;». Ρωτάμε, επίσης τον κολλητό μας «τι κάνει η γυναίκα, τα παιδιά;» (ή και η γκόμενα, αν υπάρχει ο ανάλογος βαθμός οικειότητας και εχεμύθειας) κι ύστερα «πώς πάει η δουλειά;» Αν μας απαντήσει ότι απολύθηκε, πέφτουμε με μια πένθιμη σιωπή συμπαράστασης, αναγνωρίζοντας ότι η στέρηση της εργασίας είναι ένας μικρός θάνατος…

Αυτή τη διττή, αντιφατική στάση μας απέναντι στην εργασία, που ο Μαρξ αποτύπωσε στη θεωρία της αποξένωσης, στα χειρόγραφα του 1844, και στην οποία διασταυρώθηκαν η πολιτική οικονομία και η ψυχολογία, ο μαρξισμός και η ψυχανάλυση, είναι το αντικείμενο ενός γοητευτικού λογοτεχνικού δοκιμίου του μπεστσελερίστα Αλαίν ντε Μποττόν, «Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη). Είναι μια γλαφυρή επιτομή του σύγχρονου καπιταλισμού από την πλευρά της εργασίας. Ο Μποττόν μπαίνει στα άδυτα της παραγωγής δέκα τομέων της μοντέρνας οικονομίας (από τα logistics στη λογιστική, από την παραγωγή μπισκότων στο ταξίδι του τόνου από τις Μαλδίβες στις κονσέρβες μας, από τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας στην εκτόξευση πυραύλων, από τη ζωγραφική στη συμβουλευτική σταδιοδρομίας, από την επιχειρηματικότητα στην αεροναυπηγική) και φωτίζει τις λεπτομέρειες της παραγωγικής μας καθημερινότητας που γεννούν τα εναλλασσόμενα αισθήματα χαράς ή δυσφορίας.

Στα κεφάλαια του βιβλίου παρελαύνουν πραγματικοί εκπρόσωποι όλης της ιεραρχικής πυραμίδας της παραγωγικής μας Βαβέλ: βλοσυροί πρόεδροι επιχειρηματικών κολοσσών που διευθύνουν την εργασία χιλιάδων ανθρώπων. Σχολαστικοί σχεδιαστές προϊόντων που μπορεί να έχουν αναλώσει ένα χρόνο δουλειάς δεκάδων ανθρώπων στο σχήμα, το χρώμα, το όνομα ενός συσκευασμένου μπισκότου προορισμένου για γυναίκες («στις μέρες τα μπισκότα αποτελούν παρακλάδι της ψυχολογίας, όχι της μαγειρικής», του εξομολογείται ένας από αυτούς»). Επιστήμονες που δουλεύουν για χρόνια στη δημιουργία υλικών τα οποία θα επιτρέψουν σ’ έναν δορυφόρο να διασχίσει την ατμόσφαιρα χωρίς να διαλυθεί. Εργαζόμενοι στην ηλεκτροπαραγωγή που αντλούν ικανοποίηση από τη βεβαιότητα πως η δουλειά τους επιτρέπει σε κάθε Βρετανό να αρχίζει τη μέρα του μ’ έναν ζεστό καφέ ή τσάι. Ένας ζωγράφος που επί ένα χρόνο απεικονίζει τη ζωή μιας βελανιδιάς κατά την εναλλαγή των εποχών, αν και οι πωλήσεις των πινάκων του κανονικά θα έπρεπε να τον έχουν αποτρέψει από τόση σπατάλη χρόνου. Οι αναλφάβητοι αλιείς των τόνων στον Ινδικό Ωκεανό. Οι γραμματείς των διευθυντικών στελεχών που οφείλουν να αγνοούν τη σεξουαλικότητά τους, αν και έχουν προσληφθεί ακριβώς γι’ αυτήν. Οι «εκπαιδευτές» νέων εργαζομένων που έχουν αντικαταστήσει το μαστίγιο με την πειθώ και τα εταιρικά ταξίδια αναψυχής. Ο πρόεδρος της εταιρείας που «έχει αποκηρύξει σχεδόν όλα τα εργαλεία και σύμβολα της εξουσίας του γιατί υποδυόμενος τον απλό υπάλληλο έχει περισσότερες δυνατότητες να διατηρήσει την ανωτερότητά του». Ο εφευρέτης των παπουτσιών που σε βοηθούν να περπατάς στο νερό, ο οποίος ελπίζει να γίνει δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας. Και ένας πραγματικός δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας που δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά πώς τα κατάφερε και αναγκάζεται να αναμασάει κοινότοπες συνταγές από εγχειρίδια επιχειρηματικότητας.

Όλοι τους είναι ψηφίδες ενός παγκόσμιου πολιτισμού της εργασίας που, παρ’ ότι απογειώνει την παραγωγή του πλούτου, αρνείται να κατανείμει με στοιχειώδη δικαιοσύνη όχι μόνο τον ίδιο τον πλούτο, αλλά κι εκείνα τα αισθήματα ευφορίας, ικανοποίησης, αυτοπραγμάτωσης που θα έπρεπε να αποφέρει η εργασιακή διαδικασία. Ελάχιστοι από τους αφανείς πρωταγωνιστές αυτής της διαδικασίας, κατακερματισμένης σε χιλιάδες ειδικότητες, μπορούν να αναγνωρίσουν έστω και ένα ψήγμα του εαυτού τους στο bar code του προϊόντος που παίρνουν από το ράφι του σούπερ μάρκετ, αν και είναι το ίδιο που σε κάποιο στάδιο της παραγωγής πέρασε από μπροστά τους περιμένοντας μια κίνησή τους. Το bar code της αποξένωσης δεν είναι αναγνώσιμο ούτε από τον πιο εξελιγμένο ψηφιακό «αναγνώστη».

Αν τα πράγματα είναι έτσι, γιατί δουλεύουμε; Γιατί δεν είμαστε πανευτυχείς όταν βρεθούμε άνεργοι, γιατί δεν αγκαλιάζουμε ευγνώμονες τον εργοδότη όταν μας ανακοινώνει την απόλυσή μας; Υπάρχει το ζήτημα της επιβίωσης, αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί ζάμπλουτοι επιχειρηματίες που έχουν βγάλει λεφτά μέχρι και για τα τρισέγγονά τους συνεχίζουν το κυνήγι της μεγέθυνσης. Ούτε γιατί, καταπονημένοι προλετάριοι έπειτα από σαράντα χρόνια δουλειάς πέφτουν σε κατάθλιψη μόλις πάρουν σύνταξη, και αναζητούν υποκατάστατα εργασίας ακόμη και ως baby sitter των εγγονών τους. Ο θάνατος είναι η εξήγηση, λέει ο Μποττόν: «Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι τον θάνατο όταν έχεις να κάνεις μια δουλειά: δεν φαντάζει σαν ταμπού όσο σαν κάτι απίθανο. Από τη φύση της η εργασία δεν μας επιτρέπει άλλο από το να την πάρουμε υπερβολικά στα σοβαρά. Οφείλει να καταστρέψει την αίσθησή μας περί προοπτικής και οφείλουμε να της είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό, αφού μας επιτρέπει να συμμετέχουμε αδιακρίτως στα γεγονότα και μας αφήνει να κάνουμε σκέψεις για τον θάνατό μας και την καταστροφή των επιχειρήσεών μας με ελαφρότητα, ως απλές νοητικές προτάσεις, ενώ ταξιδεύουμε στο Παρίσι για να πουλήσουμε λάδια μηχανών. Λειτουργούμε με βάση μια απαραίτητη μυωπία».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (19/12/2009)

Τα εξυπνότερα μυαλά πέρασαν όλη τους την εργάσιμη ζωή απλοποιώντας ή επιταχύνοντας λειτουργίες παράλογης κοινοτοπίας. Μηχανικοί γράφουν διατριβές για την ταχύτητα κίνησης σαρωτών και σύμβουλοι αφιερώνουν την καριέρα τους εφαρμόζοντας οικονομίας κλίμακας στις κινήσεις υπαλλήλου που εφοδιάζουν ράφια όπως χειριστών κλαρκ. Οι καβγάδες λόγω αλκοόλ που ξεσπούν στις πόλεις τα σαββατόβραδα αποτελούν προβλέψιμα συμπτώματα οργής ενάντια στον ίδιο μας τον εγκλεισμό. Αποτελούν μια υπενθύμιση του τιμήματος που πληρώνουμε για την καθημερινή υποταγή μας στον βωμό της σύνεσης και της ευταξίας – και της οργής που συσσωρεύεται σιωπηρά κάτω από μια ιδιάζουσα επιφάνεια ευνομίας και ενδοτικότητας.

Αλαίν ντε Μποττόν, «Οι χαρές και τα δεινά της εργασίας»

Sunday, December 13, 2009

Quis custodiet ipsos custodes? * (12/12/2009)

Τι ακριβώς θα γίνει τελικά η Ελλάδα; Μια Δανία του Νότου; Μια Αργεντινή της Ευρώπης; Μια Ισλανδία του Αιγαίου; Μια Ιρλανδία των Βαλκανίων; Ή μήπως μια Ισπανία της Ανατολής; Έτσι όπως περιγράφεται η κατάσταση από τους άρχοντες των αγορών, η Ελλάδα μάλλον εξελίσσεται σε Σομαλία της Δύσης, ίσως όχι με τόσα πτώματα. Αλλά με αίμα. Πολύ αίμα, κυριολεκτικό και μεταφορικό.

Πριν μας σφάξουν στο γόνατο, πάντως, ας σκεφτούμε λίγο ψύχραιμα: Τι ακριβώς μας έχει συμβεί; Τι έχει αλλάξει ριζικά τους δύο τελευταίους μήνες στον τρόπο ζωής μας, στον τρόπο που παράγουμε ή τρώμε αυτά που παράγουν άλλοι, στον τρόπο που διαχειριζόμαστε το εισόδημά μας, ελάχιστο ή τεράστιο, στον τρόπο που αποδίδουμε τους φόρους ή που φοροδιαφεύγουμε, στον τρόπο που δανειζόμαστε, στον τρόπο που σπαταλάμε τους κοινοτικούς πόρους ή τις κρατικές επιδοτήσεις, στον τρόπο που αναζητούμε δουλειά ή που απολυόμαστε, σε όλα αυτά που αποτελούν το μοναδικό, ιδιότυπο, κλεπτοκρατικό και παρασιτικό ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης; Επί της ουσίας, τίποτα! Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας, όπως ακριβώς πριν από τον Οκτώβριο, επί καραμανλικής διακυβέρνησης. Αυτό που άλλαξε είναι ο τρόπος που μετράμε την οικονομική μας αβελτηρία, την ίδια που επιβραβεύτηκε ως «θαύμα» όταν προ δεκαετίας η χώρα εντάχθηκε στο ευρώ με μια ανάπτυξη πλασματική και υπερδανεισμένη και συνέχιζε να επιβραβεύεται μέχρι πριν από δύο χρόνια από τους ευρωκράτες των Βρυξελλών. Αλλά και από τις αγορές όπου μοσχοπουλιούνταν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα με τα οποία το δημόσιο χρέος μπουκώθηκε μέχρι σκασμού.

Άλλαξε επίσης η διακυβέρνηση. Η οποία εξέπεμψε ένα θολό και δειλό μήνυμα για κάποιας μορφής μεταρρυθμίσεις, για έναν αναπροσανατολισμό του αναπτυξιακού μοντέλου προς την αναδυόμενη πράσινη οικονομία -πραγματικότητα ήδη σε πολλές χώρες της Ε.Ε.-, μια ασαφή εξαγγελία δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών και του πλούτου. Τίποτα συγκεκριμένο, τίποτα ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό που να κάνει τους άρχοντες των αγορών να χάσουν τον ύπνο τους. Το μόνο απτό μέτρο που έχει δρομολογηθεί είναι η έκτακτη εισφορά στις μεγάλες επιχειρήσεις που πέρασε αναίμακτα και τα φιλανθρωπικά επιδόματα προς τα πολύ χαμηλά εισοδήματα, μέτρα ελάχιστης δημοσιονομικής αξίας. Κι όμως, ακόμη κι αυτά ήταν αρκετά για να εξοργίσουν τους θεματοφύλακες της οικονομικής ορθοδοξίας, που ένα χρόνο μετά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οπότε αισθάνονταν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους και τις καρέκλες τους να τρίζουν, έχουν πλήρως αποκατασταθεί στον θρόνο τους, στον ρόλο του «δεσμοφύλακα» των εθνικών οικονομιών.

Οι επιτηρητές-δεσμοφύλακες εναλλάσσονται στους κλασικούς ρόλους του καλού και του κακού μπάτσου που θέλουν να αποσπάσουν από τον δεσμώτη μια καθαρή ομολογία πίστης: καλοί μπάτσοι οι κομισάριοι των Βρυξελών και οι κεντροτραπεζίτες της ΕΚΤ, κακοί και ευέξαπτοι μπάτσοι οι άρχοντες του εικονικού πιστωτικού χρήματος, οι αναλυτές των χρηματοπιστωτικών κολοσσών και των «ανεξάρτητων» οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Τόσο ευέξαπτοι, που άμα λάχει, ρίχνουν και καμιά γροθιά στη μούρη της χώρας-δεσμώτη, στέλνοντας στα Τάρταρα τα κρατικά της ομόλογα και στα ύψη το κόστος δανεισμού. Οι πρώτοι ακολουθούν την κλασική καθησυχαστική πολιτική: «Δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει η Ελλάδα, αλλά…». Οι δεύτεροι δεν ξέρουν από αβρότητες, σαβουάρ βιβρ και πειθαρχικούς ελέγχους: «Σε λίγο τα ελληνικά ομόλογα δεν θα γίνονται δεκτά ούτε από την ΕΚΤ, η ελληνική χρεοκοπία είναι ένα ορατό σενάριο», λένε. Ακόμη πιο ωμοί οι πελάτες τους, που αγοράζουν και πουλάνε κατά βούληση των εθνικό πλούτο 200 χωρών του πλανήτη, ομολογούν: «Σήμερα κερδοσκοπούμε με την πτώση της τιμής των ελληνικών ομολόγων, αλλά είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να τα αγοράσουμε ξανά. Όταν χρωστάς 1.000 ευρώ στην τράπεζα, έχεις εσύ πρόβλημα. Όταν, όμως, χρωστάς 10.000.000 ευρώ, έχει πρόβλημα η τράπεζά σου». Σ’ αυτή την κυνική εξομολόγηση βρίσκεται και ο μηχανισμός του εκβιασμού που ασκείται μ’ αυτήν την εξοργιστική συνέργια ανάμεσα στους θεματοφύλακες του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας και τα αρπακτικά της αγοράς του παγκόσμιου δημόσιου χρέους. Το κίνητρο της μοχθηρής παρέμβασης των επιτηρητών της δημοσιονομικής τάξης δεν είναι κανενός είδους ανησυχία για τη φτώχεια στην οποία μπορεί να βυθίσει τη χώρα μια χρεοκοπία, ούτε καν για το ντόμινο οικονομικών καταστροφών που μπορεί να δημιουργήσει η αποσταθεροποίηση μιας οικονομίας της Ευρωζώνης. Το κίνητρο είναι να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη από την ανελέητη αστυνόμευση της ελληνικής οικονομίας. Αλλά και της ιρλανδικής και της ισπανικής και οποιουδήποτε άλλου αδύναμου κρίκου της αλυσίδας.

Εδώ ισχύει, βεβαίως, το «εκεί που μας χρωστάγανε, μας παίρνουν και το βόδι». Και το λέω αυτό για τους εξής απλούς λόγους: Πρώτον, οι φύλακες της οικονομικής ορθοδοξίας του Συμφώνου Σταθερότητας, διορισμένοι «υπάλληλοι» των μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης, δεν έχουν ακόμη απολογηθεί για το γεγονός ότι άφησαν 27 οικονομίες της Ε.Ε. να περπατήσουν ξυπόλητες στ’ αγκάθια της οικονομικής κρίσης την οποία ούτε έβλεπαν ούτε προέβλεπαν όταν σοβούσε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Δεύτερον, τα αρπακτικά των αγορών, τα οποία επικρίθηκαν και λίγο έλειψε να εκτελεστούν για τη χρηματοπιστωτική φούσκα που εξέθρεψε η απληστία τους, δεν έχουν λογοδοτήσει πουθενά για τον τρόπο που μετακύλισαν την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στα κράτη, έπειτα στην αγορά εταιρικών ομολόγων και εντέλει στο δημόσιο χρέος, που για δεκάδες χώρες διογκώθηκε κατά 30% στον ενάμιση χρόνο που το τραπεζικό τέρας ταΐζεται με ζεστούς κρατικούς πόρους για να μην καταρρεύσει και για να αποκατασταθεί η κερδοφορία του. Τρίτον, οι ευαγείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης εταιρειών και χωρών, οι τρεις του παγκόσμιου μονοπωλίου (Moody’s, S&P και Fitch) και αρκετές δεκάδες άλλοι που δεν είναι τόσο celebrities της αγοράς, δεν έχουν λογοδοτήσει ποτέ για το γεγονός ότι λίγες μέρες πριν από την κατάρρευση της Enron το 2000, τη βαθμολογούσαν με ΑΑΑ. Και το ίδιο έκαναν πέρσι με τη Lehman Brothers, όταν η αμερικανική κοινωνία βοούσε για τις αθρόες εξώσεις, τις απλήρωτες δόσεις δανείων και τα απαξιωμένα ακίνητα που είχαν συγκεντρώσει στα αδηφάγα χαρτοφυλάκιά τους. Τη Lehman την υποβάθμισαν αφού κήρυξε πτώχευση!

Ως εκ τούτου, το ερώτημα είναι αυτό που έθεσε αρχικά ο Πλάτων και αργότερα ο Γιουβενάλης: «Ποιος φυλάσσει τους φύλακες;». Εν προκειμένω, τους φύλακες της ορθοδοξίας των αγορών. Οι οποίοι δεν αρκούνται στη μεγιστοποίηση των κερδών τους από τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Απαιτούν να υποβάλουν και την πολιτική διαχείρισής τους. Οι φύλακες των αγορών θέλουν αίμα. Δεν θέλουν οποιαδήποτε μέτρα (να μην έχετε αμφιβολία ότι τα ελληνικά ομόλογα θα είχαν καλύτερη τύχη αν, παρ’ ελπίδα, η κυβέρνηση παρουσίαζε ένα τολμηρό πρόγραμμα φορολόγησης του προκλητικού πλούτου που λιμνάζει στους πάνω ορόφους της κοινωνικής ελίτ, στα επιχειρηματικά κέρδη, στα μεγάλα εισοδήματα της χώρας, όπου ο παρασιτισμός επιβραβεύεται και η παραγωγικότητα τιμωρείται. Η εξέγερση των αγορών θα τιμωρούσε και πάλι τα ελληνικά ομόλογα για την κυβερνητική αποκοτιά να «κυνηγηθούν» οι υποψήφιοι πελάτες τους. Τόσο χρήμα που μπορεί να εισρεύσει στα ταμεία τους, γιατί να πάει στο ταμείο του κράτους;). Οι φύλακες των αγορών θέλουν ένα καθαρό, ταξικό πρόγραμμα οικονομικής εξουθένωσης των μισθωτών, αφαίμαξης των συνταξιούχων, σκληρής λιτότητας και νέας ασφαλιστικής επιβάρυνσης για τον κόσμο της εργασίας. Θέλουν έναν θρίαμβο μακράς πνοής και στο πειραματόζωο Ελλάδα.

Από την άποψη αυτή, έχει απόλυτο δίκιο ο Γ. Παπανδρέου να ορίζει ως «θέμα εθνικής κυριαρχίας» τη δημοσιονομική επίθεση που δέχεται η χώρα. Μόνο που η εθνική κυριαρχία είναι εξ ορισμού καταστρατηγημένη από τη στιγμή που μια ολόκληρη χώρα δέχεται να κρεμαστεί σαν κρέας στα τσιγκέλια των αγορών, να βαθμολογείται, να τιμολογείται, να πωλείται και να αγοράζεται κατά τη βούλησή τους.

Θα μου πείτε: τι μπορούμε να κάνουμε, έτσι είναι το σύστημα. Πρέπει να εξευμενίσουμε το θηρίο. Ωραία! Τότε, ας το ταΐσουμε με κρέας από εκεί που υπάρχει σε αφθονία. Πώς να χορτάσει με τα οστά τα γεγυμνωμένα της γενιάς των 700 ευρώ, των 500.000 ανέργων και των 2,5 εκατ. Ελλήνων που ζουν κάτω από το όριο φτώχειας;

*«Ποιος θα φυλάξει τους φύλακες;» Γιουβενάλης, 6η σάτιρα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (12/12/2009)

…Αυτό ήταν θαυμάσιο και για τους πελάτες. Τα προϊόντα που επρόκειτο να πουληθούν, μια αλφαβητική σούπα που περιελάμβανε τα CDO, τα SIV, τα MBS και τόσα άλλα, φαίνεται να ήταν το τέλειο μοντέλο προϊόντων που ήταν αδύνατο να τιμολογηθούν με όρους πραγματικής αγοράς. Μπορούσαν να αξιολογηθούν σύμφωνα με μοντέλα φτιαγμένα για ωραίες, καλογραμμένες αναφορές απόδοσης.
Κανείς δεν φαινόταν να ενοχλείται για το έλλειμμα δημόσιας πληροφόρησης για το τι ακριβώς συνέβαινε σε μερικά από αυτά τα προϊόντα. Αν η Moody’s, η Standard & Poor’ s ή η Fitch έλεγαν ότι ένα αλλόκοτο ομόλογο άξιζε ένα ΑΑΑ, αυτό ήταν αρκετό.
Κι ύστερα αυτά τα προϊόντα ξεφούσκωσαν.
Τώρα μαθαίνουμε ότι ούτε οι επενδυτικές τράπεζες δεν ήξεραν τι συνέβαινε και κατέληξαν με τεράστια αποθέματα ασφαλειών, των οποίων η αξία είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αβέβαιη. Καθώς οι ζημίες εδραιώθηκαν, η εμπιστοσύνη εξατμίστηκε.
Αυτό μοιάζει με μια εξομολόγηση μετά την οποία ο ιερέας ανακοινώνει δημόσια πώς αξιολογεί τα παραστρατήματα ή τις αμαρτίες σου και η σύζυγός σου να πρέπει να μαντέψει τι σημαίνει το ΑΑΑ ή το ΒΒΒ για τη συζυγική πίστη σου.

Φλόιντ Νόρις, «New York Times», (2/11/2007)

Sunday, December 6, 2009

Χρεολογία και αχρειολογία (5/12/2009)

Λέω: μια που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντ’-έξι. Εννοώ πως θα προσθέσω αναγκαστικά ένα τρίτο συναπτό πόνημα περί αχρείου χρέους σ’ αυτά που προηγήθηκαν τις δύο προηγούμενες εβδομάδες. Το θέμα παραμένει στη μόδα, οι εταίροι μάς καθησυχάζουν ότι δεν θα μας αφήσουν να χρεοκοπήσουμε (από αλτρουισμό, φυσικά), επομένως μπορούμε να χρεολογούμε και να αχρειολογούμε ασυστόλως (υπό αυστηρή επιτήρηση, βεβαίως). Οι σκέψεις που διατύπωσα από αυτή τη στήλη για το ενδεχόμενο η πτώχευση και παύση πληρωμών του χρέους να μην τόσο κακή λύση, καθώς και για τον μηχανισμό παραγωγής του ανύπαρκτου χρήματος που χρωστάμε στο διεθνές πιστωτικό σύστημα, προκάλεσαν σχόλια αναγνωστών.

Τα καλά νέα αρχίζουν απ’ αυτό: Έχουμε αναγνώστες (εκτός από αγοραστές)! Σημαντική υπόθεση για το επαγγελματικό μας υπαρξιακό κενό. Έχουμε αναγνώστες που διαβάζουν τις γραμμές και πίσω από τις γραμμές. Εντοπίζουν τα λάθη, τις ανακρίβειες, τις φλυαρίες που με τόση αλαζονεία και αυταρέσκεια διατυπώνουμε. Πάμε, τώρα, στα όχι και τόσο καλά νέα. Το σχόλιο «περαστικού» από το blog όπου αναδημοσιεύονται τα κείμενα της στήλης αυτής ότι «Αυτά που γράφεις είναι αστεία, και υποπτεύομαι ότι κατά βάθος το γνωρίζεις και εσύ. Ζήτω η Αλβανία του Μπερίσα. Εκεί ανήκεις» το αντιπαρέρχομαι – όχι ως αγενές, αλλά ως πραγματολογικά άτοπο: δεν είναι η Αλβανία του Μπερίσα υπό χρεοκοπία, αλλά η Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος της Αλβανίας είναι λίγο πάνω από το 50% του ΑΕΠ.
Αντιθέτως, δεν θα αντιπαρέλθω το κείμενο που έστειλε στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο ο Π.Δ., στο οποίο επιχειρηματολογεί εκτενώς γιατί δεν είναι κακό το γεγονός πως το χρέος γίνεται «ψεύτικο χρήμα» και γιατί είναι θα είναι καταστροφική μια παύση πληρωμών από την υπερχρεωμένη Ελλάδα. Στο πρώτο σκέλος του κειμένου του ο Π.Δ. υποστηρίζει πως «ο κανόνας χρυσού (σ.σ. στον οποίο αναφέρθηκα) περιορίζει έως εξαλείφει τη δυνατότητα των κρατών να εφαρμόζουν πολιτικές για την αντιμετώπιση των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου (ανεργία στην πτωτική φάση – πληθωρισμός στην ανοδική φάση) και συμβαδίζει με τις απόψεις αυτών που υποστηρίζουν τον αχαλίνωτο καπιταλισμό». Δεν διεκδικώ το αλάθητο, αλλά δεν νομίζω πως υποστήριξα τον κανόνα του χρυσού. Αναρωτήθηκα απλώς τι θα μας έλεγαν οι τραπεζίτες, που ιστορικά υπερασπίστηκαν με πάθος τον κανόνα του χρυσού, αν τους ρωτάγαμε τι αντίκρισμα (σε χρυσό, σε πατάτες, σε ακίνητα, σε ό,τι θέλουν) έχουν τα χρήματα που λένε ότι τους χρωστάμε ως ιδιώτες και ως κράτη.
Τα υπόλοιπα σημεία του κειμένου του Π.Δ. τα παραθέτω σχεδόν αυτούσια – και δεν θα είχα δικαίωμα να μην το κάνω, όπως θα διαπιστώσετε.

«Όσον αφορά το γεγονός ότι το χρήμα αντιπροσωπεύει χρέος, ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα με αυτό; Εάν μία επιχείρηση δανείζεται (αυτό το ψεύτικο χρήμα) για να επενδύσει σε εξοπλισμό και για να πληρώσει τους εργαζόμενους και ταυτόχρονα το ποσοστό κέρδους (μιλάμε για καπιταλισμό) της είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο δανεισμού, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Εάν μία ολόκληρη κοινωνία δανείζεται (αυτό το ψεύτικο χρήμα) για να επενδύσει σε υποδομές, σε εκπαίδευση και υγεία του πληθυσμού, αυτό δεν θα είναι πρόβλημα εφόσον μελλοντικά αυτές οι επενδύσεις δημιουργήσουν απασχόληση, αυξημένη παραγωγή, εξαγωγές και τελικά αυξημένη δυνατότητα καταβολής φόρων.
Το ανύπαρκτο ψεύτικο χρήμα γίνεται μια πολύ πραγματική υλική δύναμη που μετασχηματίζει την κοινωνία και έχει βελτιώσει κατά πολύ το βιοτικό επίπεδο (συνολικά, παρ’ όλο που βέβαια η ανισοκατανομή είναι μία πραγματικότητα).
Το σημαντικό είναι το εξής: Το χρέος (κρατικό ή ιδιωτικό) μετατρέπεται σε κεφάλαιο και εξασφαλίζεται από τη δυνατότητα μελλοντικής εξυπηρέτησής του – για το ιδιωτικό χρέος απαιτούνται (μελλοντικά) κέρδη και για το κρατικό απαιτούνται (μελλοντικοί) φόροι.
Είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί το σημείο εκείνο πέρα από το οποίο η αύξηση του δανεισμού αρχίζει να γίνεται πρόβλημα, είναι σαφές όμως ότι μία κοινωνία που δανείζεται το κάνει έναντι της δυνατότητας να εισπράξει μελλοντικά φόρους για να αποπληρώσει τα δάνεια. Όσο αυτή η δυνατότητα φαίνεται να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, τόσο δυσκολότερο θα είναι να βρει πρόθυμους νέους δανειστές, ενώ και οι παλιοί δανειστές θα γίνονται πιο πιεστικοί για την αποπληρωμή των χρεών.
Σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη αύξηση του επιπέδου διαβίωσης (παρά την ανισοκατανομή) στον δυτικό κόσμο είναι αποτέλεσμα -μεταξύ άλλων- και της ευκολίας πρόσβασης σε δανειακά κεφάλαια για επενδύσεις και της ενεργού ανάμιξης του κράτους στην οικονομία.

…Όσον αφορά την πρόταση για μη αποπληρωμή των δανείων, υπάρχουν πολλά προβλήματα και μάλλον η κατάσταση θα γίνει χειρότερη παρά καλύτερη. Πρώτον, η Ελλάδα δεν έχει τέτοιο μέγεθος που να δημιουργήσει τριγμούς στο παγκόσμιο σύστημα. Δεύτερο, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν είναι σε τίποτα πρωτοπόρος, κάτι τέτοιο θα εκλαμβανόταν σαν μία απόδειξη κακοπιστίας ή, το πολύ πολύ, γραφικότητας.
Επιπλέον, το ελληνικό κρατικό χρέος είναι στη μορφή ομολόγων τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν αγοραστεί από τα ασφαλιστικά ταμεία και τις ελληνικές τράπεζες. Εάν το κράτος κηρύξει στάση πληρωμών, τότε τα ασφαλιστικά ταμεία θα βρεθούν χωρίς περιουσία και χωρίς δυνατότητα πληρωμής συντάξεων και λοιπών παροχών. Για τις ελληνικές τράπεζες στάση πληρωμών του κρατικού χρέους σημαίνει υποβάθμιση τους στις διεθνείς αγορές και αδυναμία εύρεσης ρευστότητας, η οποία θα εμφανιστεί με κάποια χρονική υστέρηση σαν μειωμένες πιστώσεις προς την εγχώρια αγορά.
Σε κάθε περίπτωση, τα Ταμεία και οι τράπεζες θα ζητήσουν τη βοήθεια του κράτους, τη στιγμή που και το ίδιο το κράτος δεν θα έχει πρόσβαση σε νέα χρηματοδότηση παρά μόνο από το ΔΝΤ.
Το αποτέλεσμα θα είναι πιστωτική ασφυξία και ταυτόχρονα θα έχει χαθεί και η ευκαιρία για «ήπια» προσαρμογή. Η πιστωτική ασφυξία πλήττει περισσότερο τα στρώματα που δεν έχουν ιδιαίτερη δυνατότητα έκφρασης ή πίεσης όπως οι αυτοαπασχολούμενοι και το μικρομεσαίο κεφάλαιο (που όμως αποτελούν μεγάλο μέρος της συνολικής απασχόλησης) και λιγότερο το μεγάλο κεφάλαιο και τους δημοσίους υπαλλήλους.

Η πρόταση μη αποπληρωμής του χρέους είναι συναισθηματικά φορτισμένη, και ενώ υποτίθεται στόχος είναι το τραπεζικό κεφάλαιο, το αποτέλεσμα θα είναι το ακριβώς αντίθετο. Φαντάζομαι ότι δεν θεωρείτε καλή ιδέα έναν νέο διεθνή οικονομικό έλεγχο του τύπου της προηγούμενης (επί Τρικούπη) χρεοκοπίας…».

Ιδού ο (ίσως «ανορθόγραφος» οικονομικά) αντίλογός μου. Πρώτον: Το ότι το ψεύτικο, ανύπαρκτο χρήμα που δανείζουν οι τράπεζες σε ιδιώτες και κράτη γίνεται πραγματική, υλική δύναμη το αντιλαμβανόμαστε και με θετικό και με αρνητικό τρόπο. Πράγματι, στη χρηματική φούσκα βασίστηκαν τα αναπτυξιακά άλματα του καπιταλισμού τριών αιώνων. Αλλά αυτό μπορεί να το ισχυριστεί κανείς και για προηγούμενα οικονομικά συστήματα που, με τους υποτυπώδεις μηχανισμούς παραγωγής χρήματος και χωρίς την κτηνώδη επέκταση της τραπεζικής πίστης, χρηματοδότησαν και την πρόοδο και τα πισωγυρίσματα της ανθρωπότητας. Το σύγχρονο χρήμα-χρέος γίνεται υλική δύναμη και με τον απόλυτα καταστροφικό τρόπο που βιώνουμε στις βίαιες υφέσεις, ή πολύ περισσότερο με τους πολέμους που κλόνισαν τα θεμέλια του ανθρωπισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Το χρήμα-χρέος χρηματοδότησε -μεταξύ άλλων- και τον ναζιστικό ολετήρα. Προφητικά ο Κέινς, στη διάρκεια των διαβουλεύσεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αναρωτιόταν με ποιο τρόπο θα αποπλήρωνε η Γερμανία τα 160 δισ. αποζημιώσεων που της επέβαλαν οι νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δισ. μάρκα, θα πρέπει να μας εξηγήσουν μέσω ποιών εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές και σε ποιες ακριβώς αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα». Ως γνωστόν, ο Κέινς απάντηση δεν έλαβε και τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Και αυτό που υπονοούσε είναι ότι η υλική δύναμη που παράγει τον πλούτο είναι οι άνθρωποι, οι ιδέες τους, η εργασία τους, τα αγαθά που συνιστούν τον πλούτο τους.

Δεύτερον: Αν συμφωνούμε ότι το χρέος είναι το μέτρο του χρηματικού (αλλά πλασματικού) πλούτου της κοινωνίας, τότε γιατί υπάρχουν πάμπλουτα έθνη που βουλιάζουν στο χρέος (όπως το αμερικανικό) και έθνη που επίσης χρωστάνε της Μιχαλούς, αλλά είναι βυθισμένα στη φτώχεια (όπως το Μπαγκλαντές); Φαντάζομαι ότι δεν ισχύει το γνωστό λαϊκό άσμα «οι ωραίοι έχουν χρέη…». Γιατί στις φτωχές χώρες το χρέος-κεφάλαιο δεν μετασχηματίζεται σε «υλική δύναμη που ανεβάζει κατά πολύ το βιοτικό επίπεδο»; Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι το πιστωτικό χρήμα, που έχει πετύχει την πλανητική του ηγεμονία, έχει γίνει και μηχανισμός λεηλασίας του παγκόσμιου πλούτου και διεύρυνσης της «ανισοκατανομής» του σε τερατώδη επίπεδα. Ως εκ τούτου, αν για την Ελλάδα μία «στάση πληρωμών» φαντάζει αδιανόητη και προβληματική λόγω της πολυσύνθετης εμπλοκής της στους μηχανισμούς της διεθνούς αγοράς, για δεκάδες χώρες του πλανήτη η «χρεοκοπία» και η απεμπλοκή τους από τους μηχανισμούς αυτούς γίνονται απόλυτοι όροι επιβίωσης.

Τρίτον: Τα οικονομικά απέχουν πολύ από το να είναι μια θετική επιστήμη, κινούμενη γύρω από στέρεες αλήθειες. Οι «αλήθειες» που επικρατούν κάθε φορά μάλλον ακολουθούν τις καμπές του οικονομικού κύκλου. Η οικονομία εξελίσσεται σε μια περιοχή αλληλοδιαψευδόμενων διαπιστώσεων, όπως απέδειξε και η τελευταία κρίση. Η οποία, επίσης, επανέφερε στο προσκήνιο, έστω και για λίγο, την ηθική και φιλοσοφική προσέγγιση του πλούτου και των μηχανισμών παραγωγής του. Μας επανέφερε στην αντίληψη του Αριστοτέλη που διακρίνει την «οικονομική» τέχνη παραγωγής πλούτου από τη «χρηματιστική» τέχνη, την οποία θεωρεί «καπηλική» και ηθικά απαράδεκτη. Το χρήμα δεν γεννάει χρήμα. Πολύ περισσότερο το ανύπαρκτο χρήμα. Η εργασία -σε κάθε εκδοχή της- παραμένει η υλική δύναμη που μεταμορφώνει τον κόσμο, από καταβολής ανθρωπότητας. Είναι το αρχέγονο μέτρο του κοινωνικού πλούτου. Όλα τα άλλα δεν είναι παρά ενσαρκώσεις της και «εργαλεία» διανομής και τελικά τερατώδους ανισοκατανομής του προϊόντος της. Αυτή την άνιση κατανομή- στα όρια της ληστείας- την απογείωσε η ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (του μηχανισμού «κοπής» ψεύτικου χρήματος) στον καπιταλισμό. Δεν είναι μια στρέβλωση του συστήματος. Μάλλον είναι η ίδια η φύση του. Είναι η πιο μεταφυσική, η πιο «μαγική» ιδιοποίηση του προϊόντος της εργασίας (και δη της υπεραξίας, για να θυμηθούμε τον θείο Κάρολο).

«Μιλάμε για καπιταλισμό», σημειώνει εντός παρενθέσεως ο φίλος αναγνώστης Δ.Π. Γι’ αυτό μιλάω κι εγώ και δεν έχω καμία αυταπάτη ότι, αν με κάποιο μαγικό τρόπο οι πολιτικές ελίτ του κόσμου αποφασίσουν να αποδυναμώσουν το «νομισματοκοπείο του ψεύδους», ο οικονομικός μας πολιτισμός θα μετατραπεί σε μια οικονομία φιλάνθρωπων που αντί να δανείζουν, δωρίζουν από το περίσσευμα του πλούτου τους. Ευχαριστώ για τον διάλογο.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (5/12/2009)

Οι περισσότεροι άνθρωποι φαντάζονται ότι, αν όλα τα δάνεια εξοφλούνταν, η κατάσταση της οικονομίας θα βελτιώνονταν. Σίγουρα αυτό ισχύει σε ατομικό επίπεδο. Ακριβώς όπως έχουμε περισσότερα χρήματα για να ξοδέψουμε όταν οι δόσεις του δανείου μας τελειώσουν, νομίζουμε ότι αν όλοι μας εξοφλούσαμε τα χρέη μας, θα υπήρχαν περισσότερα χρήματα για όλους. Αλλά η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο. Δεν θα υπήρχαν καθόλου χρήματα. Ορίστε... Είμαστε εξαρτημένοι ολοκληρωτικά από τη συνεχώς ανανεώσιμη τραπεζική πίστωση ώστε να υπάρχουν χρήματα. Χωρίς δάνεια, δεν υπάρχουν χρήματα. Το οποίο είναι αυτό ακριβώς που συνέβη κατά την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929. Η παροχή χρημάτων μειώθηκε δραματικά, καθώς η παροχή δανείων στέρεψε.

Paul Grignon, «Το χρήμα ως χρέος»

Sunday, November 29, 2009

Το αχρείο χρέος (28/11/2009)

Τον λόγο μου τον τηρώ. Την περασμένη εβδομάδα -αν έτυχε και ρίξατε κανένα βλέφαρο σ’ αυτή τη σελίδα- είχα διατυπώσει την πρόταση να πτωχεύσει η χώρα χωρίς να περιμένει από κανένα Moodys και κανένα Fitch να της το επιβάλουν. Δηλαδή, να κηρύξει την αναστολή πληρωμής του χρέους της. Και κατέληγα με την υστερόγραφη υπόσχεση ότι θα εξηγήσουμε σήμερα γιατί οι κυβερνήσεις μπορούν όχι μόνο να αναστείλουν την πληρωμή του χρέους τους, αλλά και να το διαγράψουν εντελώς, γιατί κατ’ ουσίαν δεν το οφείλουν. Το έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, το επανέλαβε και ο Γιώργος: «Ή θα αφανίσουμε το χρέος, ή θα αφανίσει αυτό εμάς!» Θαυμάσια! Αυτό λέω κι εγώ. Να αφανίσουμε το χρέος. Αλλά χωρίς μέτρα και πολιτικές που αφανίζουν εμάς. Και ο μόνος τρόπος για να αφανίσουμε το χρέος είναι να μην το πληρώσουμε ποτέ.

Αν η πρόταση σάς φαίνεται απαράδεκτη, αφού κανένας καθωσπρέπει νοικοκύρης δεν θα ανεχόταν τη ρετσινιά του μπαταχτσή, αναρωτηθείτε τι ακριβώς χρωστάτε στις τράπεζες κι εσείς κι όλα τα κράτη του κόσμου. Τι είναι τα 35,8 τρισεκατομμύρια δολάρια που χρωστάνε αυτή τη στιγμή όλες οι κοινωνίες του πλανήτη στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα; Τι είναι η οφειλή στην οποία, κάθε δευτερόλεπτο, προστίθεται ένα εκατομμύριο δολάρια; Τι είναι τα 358 δισ. δολ. που οφείλει η Ελλάδα στα ευαγή ιδρύματα που, αιώνες τώρα -παρά τις πτωχεύσεις, τους πολέμους, τις καταστροφές, τις πολιτικές αναταραχές και τους δημοσιονομικούς Αρμαγεδδώνες- με τόση γενναιοδωρία μάς δανείζουν; Είναι χρήμα. Σωστά; Δεν είναι πορτοκάλια για να τα φάμε, δεν είναι εργαλεία για να παραγάγουμε προϊόντα μ’ αυτά, δεν είναι πετρέλαιο για να κινήσουμε τα οχήματά μας. Είναι χρήμα που θα το χρησιμοποιήσουμε για να αγοράσουμε αγαθά και υπηρεσίες, για να πληρώσουμε μισθούς, για να το αποταμιεύσουμε ή για να το δανειστούμε από τις τράπεζες. Και δεν είναι χρήμα στη μορφή του χρυσού, όπως ήταν κάποτε, ή ενός άλλου πολύτιμου μετάλλου. Ούτε καν χρήμα στη μορφή ενός αντικειμένου χρηστικού, αναγνωρίσιμου και κοινά αποδεκτού από όλους, όπως ήταν κάποτε, σε πιο άδολες κοινωνίες, τα αγκίστρια, τα κοχύλια, ακόμη και τα πούπουλα των πουλιών. Είναι χρήμα πιστωτικό, αποτυπωμένο κατ’ αρχάς στα μεταλλικά κέρματα και τα χαρτονομίσματα που βγαίνουν από το ένα πορτοφόλι για να μπουν στο άλλο, τρυπώνουν από τη μια τσέπη στην άλλη, φεύγουν από την ταμειακή μηχανή του φούρναρη για να πέσουν στη μηχανή του χασάπη ή του σουβλατζή. Είναι χρήμα που οι τράπεζες μάς δανείζουν, είτε είμαστε άτομα είτε επιχειρήσεις είτε κράτη ολόκληρα, μας το πιστώνουν στους λογαριασμούς μας και απλώς ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Μα, αλήθεια υπάρχει κάπου στον πλανήτη όλο αυτό το χρήμα, τα 35,8 τρισεκατομμύρια του παγκόσμιου δημοσίου χρέους (υπολογίστε το διπλό, αν μιλήσουμε και για το ιδιωτικό χρέος); Μήπως είναι κρυμμένο καλά σε κάποια γωνιά του πλανητικού μας συστήματος, του γαλαξία μας, του σύμπαντος; Αν ζούσαμε στον κανόνα του χρυσού το μυστήριο θα λυνόταν εύκολα. Αφού οι τράπεζες του κόσμου ισχυρίζονται ότι σχεδόν 200 εθνικά κράτη τους οφείλουν 35,8 τρισ., θα τους λέγαμε: «Ωραία, ανοίξτε τα θησαυροφυλάκιά σας και δείξτε μας χρυσό ίσης αξίας με αυτά που υποτίθεται ότι σας οφείλουμε». Αλλά ο χρυσός έχει προ πολλού πάψει να είναι το μέτρο του παγκόσμιου πλούτου. Όλα κι όλα τα αποθέματα που διαθέτουν τα κράτη είναι 29.634 τόνοι που η αξία τους μόλις υπερβαίνει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Μας λείπουν, λοιπόν, τουλάχιστον 34 τρισεκατομμύρια.

Ας πάμε στον κανόνα του δολαρίου, που εδώ και δεκαετίες έχει κατσικωθεί σαν παγκόσμιο νόμισμα και απόλυτο μέτρο κάθε χρέους. Στο θεωρητικό ενδεχόμενο το παγκόσμιο χρέος να έχει αντίκρισμα σε πραγματικά, χειροπιαστά δολάρια, η FED απαντά αποστομωτικά: Όλα τα χειροπιαστά δολάρια που κυκλοφορούν στο καπιταλιστικό μας σύμπαν δεν υπερβαίνουν τα 8,3 τρισεκατομμύρια. Άρα, αν υποθέταμε ότι με φιλότιμες προσπάθειες (ληστεύοντας ακόμη και το απόρθητο Fort Knox, για παράδειγμα) τα μαζεύαμε και πηγαίναμε στους τραπεζίτες και λέγαμε «ορίστε, πάρτε τα να μη σας τα χρωστάμε», αυτοί θα μας απαντούσαν ότι τους χρωστάμε άλλα 26 τρισεκατομμύρια!

Οι σοβαροί οικονομολόγοι θα μας διόρθωναν, βεβαίως, ότι έχουμε μια πολύ απλοϊκή αντίληψη για το χρήμα που εδώ και τρεις τουλάχιστον αιώνες έχει αποκτήσει πολλές άυλες μορφές, χάρη στις οποίες έγινε η βιομηχανική επανάσταση και οι μετέπειτα τεχνολογικές επαναστάσεις, που επιτρέπουν σήμερα σ’ έναν κοινό θνητό, με μερικά απλά πατήματα στο πληκτρολόγιο να δανείζει, να δανείζεται, να εξοφλεί, να αγοράζει. Εδώ σε θέλω, κάβουρα… Και πώς δημιουργούνται αυτές οι άυλες μορφές χρήματος, αυτά τα μυστήρια Μ1, Μ2 και Μ3 που εκφράζουν το χρηματικό μας σύμπαν; Με αέρα κοπανιστό! Διότι εδώ και τρεις αιώνες (με πρώτη διδάξασα την Τράπεζα της Αγγλίας) τα κράτη έχουν εκχωρήσει στις τράπεζες το δικαίωμα να μετατρέπουν την ιδιωτικά κατασκευασμένη τραπεζική πίστωση σε νόμιμο κρατικό νόμισμα. Θεωρητικά, μόνον οι κρατικές Αρχές (δηλαδή οι κρατικές τράπεζες) έχουν δικαίωμα να κατασκευάζουν χρήμα. Όσο χρήμα θέλουν – και το κάνουν μερικές φορές τυπώνοντας αφειδώς πληθωριστικό χρήμα, που εκμηδενίζει την αγοραστική δύναμη των ανθρώπων. Αλλά και οι τράπεζες μπορούν να κατασκευάζουν όσο χρήμα θέλουν χωρίς απαραίτητα να διατρέχουν τον κίνδυνο της πληθωριστικής απαξίωσής του. Γιατί, πολύ απλά, έχουν το (αδιανόητο με την κοινή λογική) δικαίωμα να μετατρέπουν το χρέος κάθε μορφής (ιδιωτικό, επιχειρηματικό, κρατικό) σε πιστωτικό χρήμα. Κάθε φορά που πηγαίνετε στο γκισέ της τράπεζας και υπογράφετε τη δανειακή σύμβαση με τα ψιλά γράμματα που ποτέ δεν διαβάζετε, έχετε αυξήσει το χρήμα της τράπεζας κατά το ποσό του δανείου που παίρνετε συν τους τόκους. Άλλωστε, η τράπεζα δεν σας δανείζει τίποτε άλλο από μια υπόσχεση παροχής χρήματος που θα πιστώσει στον λογαριασμό σας, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι το διαθέτει. Για την ακρίβεια, είναι υποχρεωμένη να διαθέτει το 1/20, το 1/30 ή το οποιοδήποτε εξευτελιστικό κλασματικό απόθεμα κάθε εθνική νομοθεσία της επιβάλει να έχει.

«Η διαδικασία με την οποία οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα είναι τόσο απλή που καταντάει αποκρουστική», έγραφε ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. Και πολύ πριν απ’ αυτόν, ένας ακόμη υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας, ο Αβραάμ Λίνκολν, διατύπωνε τη δυσοίωνη προειδοποίηση για την εξέλιξη του χρηματικού συστήματος: «Η κυβέρνηση θα έπρεπε να δημιουργεί, να εκδίδει, και να κυκλοφορεί όλα τα χρήματα και τα πιστωτικά παράγωγα που χρειάζονται για να καλύψουν τις κυβερνητικές δαπάνες και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Με την υιοθέτηση αυτών των αρχών, οι φορολογούμενοι πολίτες θα εξοικονομήσουν τεράστια ποσά που τώρα δίνουν για εξόφληση τόκων. Το δικαίωμα της δημιουργίας και έκδοσης χρημάτων είναι, όχι μόνο το ανώτατο αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης, αλλά και η μεγαλύτερη δημιουργική της ευκαιρία». Το δικαίωμα αυτό έχει απεμποληθεί προ πολλού από όλα τα κράτη του κόσμου, με αποτέλεσμα το κρατικό χρήμα να αποτελεί μόλις το 5% του εικονικού χρήματος που δημιουργούν εκ του μη όντος οι τράπεζες. Κι ένα επιπλέον αποτέλεσμα είναι ότι, τελικά, τα ίδια τα κράτη που έχουν εκχωρήσει το δικαίωμα αυτό είναι οι καλύτεροι πελάτες (και θύματα) της Διεθνούς της τοκογλυφίας.

Στην ουσία, το χρήμα που κυριαρχεί στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα δεν είναι τίποτε άλλο από το παγκόσμιο χρέος. Χωρίς χρέος δεν υπάρχει χρήμα. Κράτη, επιχειρήσεις, νοικοκυριά είναι υποχρεωμένα να ξοδεύουν ακατάπαυστα, να τροφοδοτούν με τις δαπάνες τους μια ανάπτυξη μη βιώσιμη, σχεδόν αυτοκαταστροφική, και ένα χρέος που δεν πρόκειται να εξοφληθεί ποτέ γιατί προέρχεται από χρήματα που ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, γιατί αλλιώς το σύστημα θα καταρρεύσει. Και καταρρέει κάθε μερικές δεκαετίες. Όπως συνέβη το 1929, όπως συνέβη και το 2008, όπως ενδεχομένως θα ξανασυμβεί οσονούπω. Και το πληρώνουμε κι από πάνω, σε χρήμα και σε είδος. Με έκτακτη φορολογία, με ανεργία και ανέχεια.

Και το ερώτημα είναι: Πώς είναι δυνατό οι άνθρωποι και οι κοινωνίες που παράγουν τον πλούτο να χρωστάνε σ’ αυτούς που δανείζουν κάτι που δεν υπάρχει; Γιατί οι κυβερνήσεις δέχονται - υπό την απειλή της κρατικής χρεοκοπίας- να δανείζονται έντοκα από τις τράπεζες, αφού μπορούν οι ίδιες να δημιουργούν χρήμα χωρίς τόκους; Γιατί η Ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν λύνουν διά παντός την κρίση χρέους που διατρέχει πάνω από τα μισά κράτη-μέλη, διαμηνύοντας στους υποτιθέμενους χρηματοδότες τους ότι το «πάρτι τελείωσε»; Γιατί, πολύ απλά, η παγκόσμια οικονομική κοινότητα, που είδε εθνικές οικονομίες να βυθίζονται στη δίνη της πιστωτικής φούσκας, στο κραχ του εικονικού χρήματος, δεν μηδενίζει εδώ και τώρα το κοντέρ του χρέους, λέγοντας καθαρά και ξάστερα: «Δεν πληρώνω κάτι που δεν μου δώσατε, γιατί ποτέ δεν το είχατε»;

Κι αν είναι υπερβολή να περιμένει κανείς τέτοια αποκοτιά από τη διεθνή ορθοδοξία του χρήματος, γιατί να μην είναι η Ελλάδα αυτή που θα πρωτοτυπήσει;
Υ.Γ. Δείτε στο Διαδίκτυο το ντοκιμαντέρ του Καναδού Paul Grignon «Money as debt» (το χρήμα ως χρέος), μια γλαφυρή περιγραφή του δαιμόνιου μηχανισμού κατασκευής του χρήματος. Κυκλοφορεί και στα ελληνικά, θαυμάσια υποτιτλισμένο από την ομάδα kepik.gr

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (28/11/2009)

Οι τραπεζίτες κατέχουν τη Γη. Ακόμα και αν την πάρετε πίσω από αυτούς, αν τους αφήσετε τη δύναμη να δημιουργούν χρήματα, με μια μολυβιά θα δημιουργήσουν αρκετά για να την αγοράσουν ξανά... Αν τους αφαιρέσετε αυτή τη δύναμη, όλες οι μεγάλες περιουσίες τους, όπως η δική μου, θα εξαφανιστούν, και πρέπει να εξαφανιστούν, γιατί τότε αυτός ο κόσμος θα είναι ένας καλύτερος και πιο χαρούμενος κόσμος για να ζήσει κάποιος. Αλλά αν θέλετε να συνεχίσετε να είστε σκλάβοι των τραπεζών και να πληρώνετε το κόστος της ίδιας σας της σκλαβιάς, τότε αφήστε τους τραπεζίτες να δημιουργούν χρήματα και να ελέγχουν την πίστωση.

Sir Josiah Stamp , διευθυντής, Τράπεζα της Αγγλίας (1928-1941)

Sunday, November 22, 2009

Ευτυχώς, επτωχεύσαμεν! (21/11/2009)

«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Το φάντασμα της πτώχευσης. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης ηπείρου ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα. Ο Τρισέ και ο Αλμούνια, ο Προβόπουλος και ο Ρότσιλντ ο Ε΄, οι δανειστές του κράτους και οι μπαταχτσήδες του, οι αμέριμνοι φοροφυγάδες και τα ανόητα φορολογικά υποζύγια…»

Κάπως έτσι θα μπορούσε να ξεκινά το φορολογικό μανιφέστο που εκπονούν η σοσιαλιστική διακυβέρνηση της νέας αλλαγής και ο Γ. Παπακωνσταντίνου. Από παντού εκπορεύεται η εικόνα της απόλυτης δημοσιονομικής κατάρρευσης. Από παντού διαρρέει το σενάριο μιας χρεοκοπίας που μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε στο εγγύς μέλλον: την ερχόμενη εβδομάδα, σε ένα μήνα ή στις αρχές του 2010. Το σενάριο μιας πτώχευσης ανάλογης με αυτή που κήρυξε ο Τρικούπης το 1893 ή ο Βενιζέλος το 1932 διακινείται παντού: υπονοείται στα ημερήσια ανακοινωθέντα των Βρυξελλών ή της Φρανκφούρτης (Αλμούνια και Τρισέ), ψιθυρίζεται στα λόμπι των αγορών του χρήματος που αφήνουν να εννοηθεί ότι την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια από την Ελλάδα, λέγεται ανοικτά ή έμμεσα στα γραφεία των τραπεζικών ιδρυμάτων αλλοδαπής και ημεδαπής που δανείζουν το ελληνικό κράτος από ιδρύσεώς του. Και πετάγεται ως μπαμπούλας τόσο για να προετοιμάσει το έδαφος για ένα υψηλότερο κόστος δανεισμού του κράτους, όσο και για να τρομάξει το πανελλήνιο και να καταστήσει πιο εύπεπτη τη βάπτιση του αρτύσιμου κρέατος σε νηστίσιμο ψάρι. Ή αλλιώς, τη μετάλλαξη της «νέας αλλαγής» σε σκληρή λιτότητα.

Είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι επικρατεί δημοσιονομική αθλιότητα. Και είναι αλήθεια ότι ως κράτος χρωστάμε και της Μιχαλούς. Για την ακρίβεια, χρωστάμε 325 δισ. ευρώ, έναντι ετήσιου ΑΕΠ 305 δισ. ευρώ. Δηλαδή, οφείλουμε ήδη το 108% του ΑΕΠ, αν υποθέσουμε ότι τα έχουν βγάλει όλα στη φόρα οι λογιστές του Παπακωνσταντίνου και χωρίς να υπολογίζουμε την καταστροφή που ΔΕΝ έχει ακόμη προκαλέσει η ύφεση. Αλλά, αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Η κραταιά Γερμανία, για παράδειγμα, που γιόρτασε σα νεόπλουτη γεροντοκόρη τα εικοσάχρονα της πτώσης του τείχους, χρωστάει τα πενταπλάσια, ήτοι 1,7 τρισ. ευρώ, ήγουν περίπου το 80% του ΑΕΠ της. Κι ακόμη χειρότερα: η αμερικανική αυτοκρατορία «γλέντησε» προ ημερών την υπέρβαση των 12τρισ. δολ. του δημόσιου χρέους της, που αντιστοιχεί στο 91% του ΑΕΠ της. Για να μη μιλήσουμε για την Ιαπωνία με το χρέος της στο 170% του ΑΕΠ. Τόλμησε κανείς ποτέ να διανοηθεί ότι κάποια από αυτές τις χώρες υπάρχει περίπτωση ποτέ να χρεοκοπήσει; Διανοήθηκε κανείς από τους δανειστές τους - κι όλος ο (τραπεζικός) κόσμος κάνει κρα για να δανείζει τους μεγάλους οφειλέτες του σύμπαντος- ότι θα πάψει τους παρέχει πίστωση; Πλάκα κάνουμε τώρα;

Γιατί τόση ζέση και πρεμούρα για την Ελλάδα; Πώς ακριβώς επηρεάζει (και ενδεχομένως «απειλεί») την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές της απληστίας μια χώρα με τη βιομηχανία μόλις στο 22%,τη γεωργία στο 6% και τις υπηρεσίες (ήτοι, κυρίως αέρα κοπανιστό) στο 72% του εθνικού της; Να πούμε ελάχιστα, κι αυτό γενναιόδωρα… Η πραγματικότητα είναι ότι μια χώρα που δεν παράγει σχεδόν τίποτα, ή τουλάχιστον σε μια ποσότητα που να μπορεί να επηρεάσει τους μηχανισμούς των αγορών και του ποσοστού κέρδους, ελάχιστα ενδιαφέρει. Ενδιαφέρει, όμως, ζωτικά ως εύκολος πελάτης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, θύμα κατάλληλο για τις μικρές αρπαχτές που συνιστούν το colpo grosso του χρέους. ΗΠΑ, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα κ.λπ. είναι μια εικοσάδα χωρών που το παραγωγικό και το πολιτικό τους εκτόπισμα δεν αφήνει πολλά περιθώρια εκβιασμών. Αφήστε δε που οι ίδιες χώρες είναι οι έδρες, τα «ορμητήρια» του διεθνούς ληστρικού συστήματος χρηματοδότησης των υπόλοιπων χωρών. Η Ελλάδα, όμως, και καμιά διακοσαριά ακόμη Ελλάδες αυτού του πλανήτη κάνουν τη μεγάλη αγορά αυτού του μηχανισμού. Του μηχανισμού που ερμηνεύει και βαθμολογεί κατά το δοκούν τις παραγωγικές και δημοσιονομικές επιδόσεις των χωρών και καθορίζει αυθαίρετα το κόστος δανεισμού τους. Σκασίλα τους, λοιπόν, αν η Ελλάδα κινδυνεύει να χρεοκοπήσει μαζί με τη Νικαράγουα, την Ουκρανία, τη Λετονία ή το βασίλειο του Μπουτάν. Η μόνη ανησυχία της Διεθνούς της τοκογλυφίας για μας είναι το ενδεχόμενο να επηρεαστεί το ευρώ, νόμισμα στο οποίο οι φιλάνθρωποι δανειστές μας επενδύουν. Και φυσικά δεν έχει κανένα λόγο να χάσουν από εκεί ό,τι θα βγάλουν από εμάς.

Και για να βγάλουν, εμείς οφείλουμε να… οφείλουμε. Όσο πιο ψηλό το χρέος, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Το χρέος- ιδιωτικό και δημόσιο- είναι το οξυγόνο του διεθνούς τραπεζικού συστήματος. «Άσε με να εκδίδω τα χρήματα ενός έθνους, και δεν με ενδιαφέρει ποιος φτιάχνει τους νόμους του», έλεγε ο Μάγιερ Άμσελ Ρότσιλντ, ιδρυτής της ομώνυμης πιστωτικής αυτοκρατορίας του 19ου αιώνα. Της ίδιας που συνομολόγησε το «ιδρυτικό» δάνειο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το 1830 με την εγγύηση των «προστάτιδων» δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Το δάνειο αυτό ήταν η «καρδιά» της Συνθήκης του Λονδίνου και εξελίχθηκε ως εξής: Το νέο ελληνικό κράτος δανείστηκε 60 εκατ. χρυσά φράγκα, από τα οποία εισέπραξε μόλις 500.000 και για τέσσερις δεκαετίες βαρυγκωμούσε να εξοφλήσει ένα χρέος ύψους 100 εκατ. χρυσών φράγκων που κατέστησε ακόμη πλουσιότερους τους Ρότσιλντ, ακόμη πιο παρεμβατικούς τους «προστάτες» και τους νεοέλληνες δυστυχείς για την ανάπηρη ελευθερία που απέκτησαν ή «ληστές των ορέων» μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα. Το χρέος ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης της νέας Ελλάδας που κινδυνεύει να κλείσει τον κύκλο της ωχρής ακμής της με μια ακόμη χρεοκοπία.

Αλλά, αν είναι να ’ρθει θε να ’ρθει, αν είναι θα περάσει… Γιατί πρέπει να μας καταλαμβάνει ιερό δέος στην ιδέα μιας εθνικής χρεοκοπίας; Το ενδεχόμενο η πτώχευση να είναι για καλό το έχουμε σκεφτεί; Μπορεί το κράτος να μην είναι ακριβώς μια επιχείρηση, ένας οίκος εμπορίου, αλλά γιατί να μην μπορεί να τύχει των ευεργετημάτων της προστασίας από τους δανειστές του; Επί της ουσίας, μια διαδικασία κρατικής πτώχευσης δεν είναι τίποτε άλλο από μια διά της βίας επαναδιαπραγμάτευση των όρων δανεισμού από ξένους και εγχώριους τραπεζίτες. Αλλά, κάθε δάνειο που συνάπτει το κράτος παζαρεύοντας spread και επιτόκια, δεν είναι τίποτε άλλο από μια σιωπηρή διαδικασία πτώχευσης, μια αναδιαπραγμάτευση του κόστους δανεισμού. Απλώς δεν μεσολαβούν βαρύγδουπες ανακοινώσεις και προειδοποιητικές βολές από τους Moody’ s και τους Fitch και όλους τους αυτόκλητους βαθμολογητές της πιστοληπτικής ικανότητας κάθε χώρας. Ούτε πολιτικές απειλές από τους άνευ κοινωνικής νομιμοποίησης διορισμένους τεχνοκράτες του ΔΝΤ, της Κομισιόν ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πώς θα αντιδρούσαν όλοι αυτοί αν, αίφνης, η κυβέρνηση ανακοίνωνε απλώς την προσωρινή διακοπή της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους; Τι θα μας έκαναν αν ο πρωθυπουργός έβγαινε στο μπαλκόνι και με ένα αμφιλεγόμενο μειδίαμα ανακοίνωνε: «Ευτυχώς, επτωχεύσαμεν»; Θα προσέφευγαν σε δικαστήρια, θα μας έκαναν κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία; Θα μας έπαιρναν τα νησιά, τη Μύκονο για παράδειγμα; Θα μας απέκλειαν από τις διεθνείς χρηματαγορές; Σιγά, μη χάσει η Βενετιά βελόνι… Θα οδηγούσαν το νόμισμά μας σε υποτίμηση; Τότε, θα έπρεπε να μετράνε κατά πολλά δισεκατομμύρια τη χασούρα τους. Διότι το νόμισμά μας είναι και νόμισμά τους (μας το επέβαλαν, άλλωστε, δεν τρελαινόμασταν κιόλας για το ευρώ). Ή μήπως θα ζητούσαν την στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ; Τέτοια διαδικασία δεν προβλέπεται. Το πιθανότερο είναι ότι, για να μη χάσουν και τα 325 δισ. κοπανιστού αέρα που μας έχουν εδώ και δεκαετίες δανείσει, σε πρώτη φάση θα φώναζαν, θα έλυναν τα «σκυλιά» τους να μας γαβγίσουν, να μας φοβίσουν με Σύμφωνα Σταθερότητας ή με «κατάληψη» της Καραγιώργη Σερβίας από την «κυβέρνηση» της Κομισιόν και του ΔΝΤ, αλλά στη δεύτερη φάση δεν θα είχαν άλλη λύση από το κάτσουν και να διαπραγματευτούν την αναχρηματοδότηση των δανείων τους. Ειδάλλως, θα έπρεπε να διαγράψουν διά παντός τα 325 δισεκατομμυριάκια «τους».

Μια τέτοια «αποκοτιά» θα άλλαζε άρδην την ατζέντα της διακυβέρνησης. Φυσικά, θέλει πολιτική βούληση και ανάστημα για να προτάξεις τις ανάγκες της κοινωνίας από αυτές των δανειστών σου (για την ακρίβεια: των ληστών του κοινωνικού πλούτου). Θέλει πολιτική βούληση το να αποφύγεις μιας ακόμη λεηλασία του φορολογικού προλεταριάτου. Θέλει πολιτική βούληση, όχι για κάποια θεαματική ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά για ρήξεις με την κοινοτική «ορθοδοξία», με το εγχώριο τραπεζικό σύστημα που δύσκολα θα γλίτωνε από μια κρατική βουτιά στα «θησαυροφυλάκιά» του. Ρήξεις με τα μεγαλομεσαία στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας που απολαμβάνουν προκλητικό (δηλωμένο και αδήλωτο) κοινωνικό πλούτο, καταδικάζοντας όλη τη χώρα σε μια διαρκή κοινωνική χρεοκοπία, σε μια θλιβερή κατάσταση παραγωγικής παρακμής. Προφανώς είναι πολύ για το περιμένουμε… Διότι έχουμε προ πολλού πτωχεύσει πολιτικά.

Υ.Γ. Αν η αναστολή πληρωμής του χρέους σας φαίνεται too much, έπεται και συνέχεια: Στο επόμενο φύλλο μπορούμε να κουβεντιάσουμε πώς και γιατί οι κυβερνήσεις νομιμοποιούνται απόλυτα να διαγράψουν εντελώς κάτι που ουσιαστικά δεν οφείλουν: το χρέος τους.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (21/11/2009)

Είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος. Χωρίς να το θέλω, κατέστρεψα τη χώρα μου. Ένα μεγάλο βιομηχανικό έθνος ελέγχεται από το πιστωτικό του σύστημα. Το πιστωτικό μας σύστημα είναι συγκεντρωμένο. Έτσι, η ανάπτυξη του έθνους και όλες μας οι δραστηριότητες βρίσκονται στο έλεος μερικών ανθρώπων. Φτάσαμε να είμαστε μία από τις χειρότερες, μία από τις πιο πλήρως ελεγχόμενες και κυριαρχημένες κυβερνήσεις στον πολιτισμένο κόσμο. Όχι πλέον κυβέρνηση ελεύθερης άποψης, όχι πλέον κυβέρνηση από απόφαση και ψήφο της πλειοψηφίας, αλλά κυβέρνηση από τη θέληση και τη βία μιας μικρής ομάδας κυρίαρχων ανθρώπων.

Woodrow Wilson, πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (1913-1921)

Sunday, November 15, 2009

Τα τείχη του Κλοντ Λεβί Στρος (14/11/2009)

… Κι έτσι γιορτάσαμε σε άλλη μια σεμνή τελετή άλλη μια στρογγυλή επέτειο της επαναγραφόμενης ιστορίας της ανθρωπότητας. Ήταν όλοι εκεί, στο Βερολίνο, όλοι και πάλι λίγο Βερολινέζοι σαν τον μακαρίτη τον Κένεντι, κι ο Σαρκοζί, κι ο Ομπάμα, κι ο Μπράουν, κι ο Μεντβέντεφ, κι ο Γκορμπατσόφ. Α! βέβαια, ο Γκόρμπι βρήκε λίγο χρόνο ανάμεσα στις επαφές του με τους Ρώσους ολιγάρχες και τους σχεδιαστές του επόμενου διαφημιστικού σποτ, όπου πιθανώς θα πρωταγωνιστήσει, είναι άλλωστε και λίγο δικό του παιδί η πτώση του Τείχους. Έτσι θέλει να πιστεύει τουλάχιστον, έτσι θέλουν να πιστεύουν όσοι θαρρούν ακόμη ότι η ιστορία δεν γράφεται από τις κοινωνίες, από τη συνειδητή κι αυθόρμητη κίνησή τους, αλλά σχεδιάζεται σε σκοτεινά πολιτικά και διπλωματικά εργαστήρια.

Τι γιορτάσαμε, ακριβώς; Τα εικοσάχρονα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, την αρχή του τέλους ενός ολόκληρου μπλοκ καθεστώτων -της μισής Ευρώπης- που μετέτρεψαν σε μαζικές διαψεύσεις και προσωπικές ματαιώσεις την προσδοκία της ανθρωπότητας ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Τα γεγονότα που ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1989 και κράτησαν περίπου δύο χρόνια, σαρώνοντας τον ανύπαρκτο σοσιαλισμό όλων των εκδοχών και αποχρώσεων, καταγράφονται από τους νικητές της Ιστορίας (πάντα η Ιστορία γράφεται από τους νικητές) ως «πτώση του κομμουνισμού». Διαμορφώνονται έτσι γενιές ανθρώπων με την πεποίθηση -ή απλώς την εντύπωση- ότι ο κομμουνισμός υπήρξε μια υλική πραγματικότητα που γνώρισε ένα σεβαστό τμήμα της ανθρωπότητας, και μάλιστα με τον πιο επώδυνο τρόπο, μια πραγματικότητα που απέτυχε και κατέρρευσε εκκωφαντικά. Πρόκειται, βεβαίως, για μια ιστορική και γνωσιολογική λαθροχειρία που επιδιώκει να απαξιώσει ηθικά κάθε απελευθερωτικό όραμα στο όνομα των απεχθών στρεβλώσεών του. Για να εξηγούμεθα: Ο κομμουνισμός δεν κατέρρευσε το 1989. Δεν καταρρέει κάτι που δεν έχει οικοδομηθεί, ούτε καν ως καρικατούρα ή σκηνικό στο θέατρο της εικονικής πραγματικότητας. Η ανθρωπότητα - τουλάχιστον οι λεγόμενοι «ιστορικοί λαοί»- δεν έχει γνωρίσει τι φρούτο είναι ο κομμουνισμός. Οι τελευταίες μορφές κομμουνισμού που γνώρισε το είδος μας πρέπει να εξαλείφθηκαν εδώ και 5.000-6.000 χρόνια. Και «ντοκουμέντα» από την κατάρρευση των «τειχών» τους δεν έχουν απομείνει – με εξαίρεση ίσως τους μακρινούς απόηχους του πρωτόγονου κοινοτισμού που συνάντησαν οι ανθρωπολόγοι στις τελευταίες απομονωμένες φυλές της τροπικής ζώνης. Τους Ινδιάνους, για παράδειγμα, που συνάντησε ο μακαρίτης Κλοντ Λεβί Στρος πριν από 70 χρόνια στην κεντρική Βραζιλία.

Μας άφησε χρόνους κι ο Κλοντ Λεβί Στρος εδώ και δύο εβδομάδες κι εξέλιπε έτσι ένας ισχυρός μάρτυρας για της ιστορίας το αληθές: Τα τείχη που όρθωσε ο πολιτισμός της αγοράς, της εμπορευματοποίησης, του οικονομικού ανταγωνισμού, της λεηλασίας της φύσης, της δουλείας, της δουλοπαροικίας, της αποικιοκρατίας, των ιμπεριαλισμών, των παγκόσμιων και τοπικών πολέμων, των εθνικών ανταγωνισμών, των οικονομικών κρίσεων, της κοινωνικής ανισότητας, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, των φυλετικών διακρίσεων, του ρατσισμού, των αναγκαστικών μεταναστεύσεων, της απληστίας ως μόνου όρου επιβίωσης για άτομα, τάξεις και κοινωνίες. Αυτά τα τείχη είναι αλώβητα εδώ και αιώνες, παρά τις νικηφόρες επαναστάσεις που χάθηκαν, παρά τις εξεγέρσεις του 1989 που διοχέτευσαν τις απελευθερωτικές προσδοκίες σε έναν θρίαμβο του καπιταλισμού.

Οφείλουμε στον Κλοντ Λεβί-Στρος, και αρκετούς ακόμη ανθρωπολόγους, την αποκάλυψη των «τειχών» που είχε υψώσει ο δυτικός πολιτισμός απέναντι στους «αγρίους» που ξεχάστηκαν στα δάση της Αμαζονίας, στους «Θλιμμένους Τροπικούς». Οφείλουμε στον Στρος την υπενθύμιση ότι η ανθρωπότητα, ανεβασμένη στο άρμα της «προόδου», απομακρύνθηκε επικίνδυνα από τη φύση της, απ’ τον ίδιο τον ανθρωπισμό της. Ποιον ανθρωπισμό; Προφανώς όχι τον ανθρωπισμό της France Telecom και των αυτοχείρων μισθωτών σκλάβων της, ούτε τον ανθρωπισμό που εξήρε ο Σαρκοζί στον Κλοντ Λεβί-Στρος, αποτίνοντας τιμές στον εκλιπόντα επιστήμονα που έχωσε βαθιά το μαχαίρι στη σάρκα της «πολιτισμένης» ανθρωπότητας. Ο ανθρωπισμός του Σαρκοζί και ο ανθρωπισμός του Στρος; Καμία σχέση! Ο Στρος δήλωνε αντι-ανθρωπιστής, τουλάχιστον ως προς το περιεχόμενο που έδωσαν στον ανθρωπισμό η αποικιοκρατία και η καπιταλιστική βαρβαρότητα, όταν αφάνιζε με τα όπλα ή με την «πρόοδο» τους τελευταίους παραδείσους πρωτόγονου κοινοτισμού, οικονομίας του δώρου και αρμονικής συνύπαρξης με τη φύση. «Ο σωστός ανθρωπισμός -έλεγε ο Στρος- δεν αρχίζει από τον εαυτό του, αλλά τοποθετεί τον κόσμο πριν από τη ζωή, τη ζωή πριν από τον άνθρωπο, τον σεβασμό των άλλων πλασμάτων πριν από τη φιλαυτία του… Και η διαμονή ενός ή δύο εκατομμυρίων ετών πάνω σ’ αυτή τη Γη (αφού, ούτως ή άλλως, θα φτάσει κάποτε σε ένα τέρμα) δεν θα έπρεπε να χρησιμεύει σα δικαιολογία για οποιοδήποτε ζωικό είδος, έστω και το δικό μας, για να την οικειοποιηθεί σαν να ήταν αντικείμενο και για να συμπεριφέρεται δίχως καμιά συστολή και διακριτικότητα».
Πανηγυρίσαμε, λοιπόν, την εικοσαετή επέτειο από την πτώση του Τείχους. Έτσι, ο αστικός κόσμος θαρρεί πως έχει κλείσει τους λογαριασμούς του με την ιστορία, εμπεδώνοντας την αντίληψη ότι η μόνη νοητή κατάσταση ελευθερίας είναι η ελευθερία των αγορών. Ότι -εν ολίγοις- ο καπιταλισμός είναι η τελευταία λέξη της ανθρώπινης προόδου, με όλες τις αναπόφευκτες αναπηρίες του: τις κυκλικές κρίσεις, τις υφέσεις, την άνιση κατανομή του πλούτου. Αλλά και με όλα τα πλούσια ελέη του: την αφθονία των αγαθών, το πλήθος των ευκαιριών, την προσδοκία της ατομικής ανέλιξης που παρηγορεί τη ματαίωση της συλλογικής ευημερίας. «Ποιο άλλο σύστημα είναι ικανό να εξασφαλίσει και πολιτικές ελευθερίες και οικονομικές ευκαιρίες, και δικαίωμα ψήφου και δικαίωμα σε ένα Volkswagen;», είναι το ρητορικό ερώτημα που υπονοούν οι πανηγυρισμοί πάνω στη σορό του ανύπαρκτου κομμουνισμού. Αλλά, το ερώτημα αυτό αποκρύπτει το γεγονός ότι, καθισμένοι πίσω από το τιμόνι ενός δυτικογερμανικού Volkswagen ή ενός ανατολικογερμανικού Trabant, οι Βερολινέζοι (κι όλοι όσοι είμαστε Βερολινέζοι) επί της ουσίας ήσαν και πριν το 1989 (όπως είναι και τώρα) στην ίδια πλευρά του «Τείχους της Προόδου». Όπως είναι οι Κινέζοι που οικοδομούν τον «κομμουνισμό» του άγριου καπιταλισμού, ένθεν κακείθεν του Σινικού Τείχους, όπου το μόνο αντικείμενο συλλογικής ιδιοκτησίας είναι οι άφθονοι, φθηνοί, σιωπηλοί και πειθήνιοι ανθρώπινοι πόροι.

Η περιβαλλοντική απειλή που φέρνει τον πλανήτη σε κατάσταση εμφράγματος είναι η πιο απτή απόδειξη ότι τα δύο οικονομικά συστήματα που συνυπήρξαν σε κατάσταση Ψυχρού Πολέμου για 45 χρόνια, ο καπιταλισμός της αγοράς και ο κρατικός καπιταλισμός της κομματικής νομενκλατούρας, «δούλεψαν» για την ίδια πλευρά του «Τείχους», για την ίδια εγωιστική αντίληψη περί ανθρώπινης προόδου που συνίσταται στην αντιμετώπιση της φύσης (και του ίδιου του ανθρώπου) ως αναλώσιμου υλικού της οικονομικής μηχανής. Συμπεριφέρθηκαν ως «θερμές» κοινωνίες -όπως θα έλεγε ο Στρος- που, «ακριβώς όπως οι θερμοδυναμικές μηχανές, καταναλώνουν και προοδευτικά καταστρέφουν τις πηγές ενέργειάς τους». Το μόνιμο πια νέφος αιθαλομίχλης πάνω από το Πεκίνο, η αποστράγγιση των φυσικών πόρων της Ρωσίας από τους μετα-κομμουνιστές ολιγάρχες, η ακόρεστη ενεργειακή δίψα της Ευρώπης και της Αμερικής, η βύθιση της Αφρικής στον φαύλο κύκλο εμφυλίων, οικολογικής κατάρρευσης και «πολιτισμένων» επιδημιών θυμίζουν απλώς ότι αυτή η διαδρομή έχει τέλος, και μάλιστα καθόλου happy. Χτυπάει τοίχο. Ή Τείχος.

Δεν υποδεικνύω -ούτε ο Στρος έκανε κάτι τέτοιο- να πετάξουμε στα σκουπίδια τόσες χιλιετίες πολιτισμού και προόδου, να απαλλαγούμε από τα κινητά, τα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα, τα φάρμακα, τα καλομαγειρεμένα φαγητά, τη γραφή, την τέχνη, τη φιλοσοφία και όλα τα επιτεύγματα που περιορίζουν τους φυσικούς μας καταναγκασμούς. Αλλά χρειάζεται να «εμβολιαστούμε» με μια γερή δόση από την ξεχασμένη «άγρια σκέψη» των προγόνων μας που αντλούσε απόλαυση και από τη στασιμότητα. Που αντιλαμβανόταν με την υποτυπώδη, τοτεμική φιλοσοφία της αυτό που αποδεικνύουν απρόθυμα όλες οι επιστήμες, αυτό που μας θυμίζει ο Στρος: ότι ο κόσμος ξεκίνησε χωρίς τον άνθρωπο και θα τελειώσει χωρίς αυτόν. Κι αυτό είναι αδύνατο να αντιστραφεί, όσες χιλιετίες «προόδου» κι αν ακολουθήσουν.
Λέτε να ήξεραν κάτι περισσότερο η Μάγια που σταμάτησαν το ημερολόγιό τους στο 2012;

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (14/11/2009)

Οι πρωτόγονοι λαοί παράγουν λίγη τάξη με τον πολιτισμό τους. Τους ονομάζουμε σήμερα υπανάπτυκτους. Αλλά παράγουν πολύ λίγη εντροπία στην κοινωνία τους. Σε γενικές γραμμές, οι κοινωνίες αυτές βασίζονται στην ισότητα μεταξύ των μελών τους, είναι μηχανικού τύπου και διέπονται από τον κανόνα της ομοφωνίας. Αντίθετα, οι πολιτισμένοι παράγουν πολλή τάξη με τον πολιτισμό τους, όπως δείχνουν η εκμηχάνιση και τα μεγάλα έργα του πολιτισμού, αλλά παράγουν επίσης πολύ εντροπία στην κοινωνία τους: κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτικοί αγώνες, όλα αυτά τα πράγματα για τα οποία οι πρωτόγονοι παίρνουν όλα τα προφυλακτικά τους μέτρα, ίσως μάλιστα με τρόπο πολύ πιο συνειδητό απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε.

Κλοντ Λεβί-Στρος, "Άγρια Σκέψη"

Sunday, November 8, 2009

Η δυστυχία τού να είσαι μεσαίος (7/11/2009)

Να και κάτι χρήσιμο που μάθαμε από το παρθενικό νομοσχέδιο της νέας σοσιαλιστικής διακυβέρνησης. Τη νεοελληνική πυραμίδα πλούτου και φτώχειας. Για να είμαστε ακριβείς, μάθαμε περίπου το φορολογικό απείκασμά της. Έχουμε και λέμε, λοιπόν: Στην κορυφή υποτίθεται ότι βρίσκονται 300 επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 5 εκατ. ευρώ. Λίγο παρακάτω τοποθετούνται περίπου 210.000 επιχειρήσεις με κέρδη από 5 εκατ. ευρώ και κάτω. Στην ίδια περίπου κλίμακα υποτίθεται ότι βρίσκονται περίπου 60.000 ιδιοκτήτες ακινήτων αντικειμενικής αξίας άνω των 600.000 ευρώ. Λίγοι ξεφεύγουν αρκετά και με ακίνητα αξίας 5 εκατ. ευρώ και πάνω μπορούν άνετα να διεκδικήσουν μια θέση ανάμεσα στους προνομιούχους της κορυφής της πυραμίδας.
Στο σημείο αυτό, διασχίζοντας κάθετα την πυραμίδα του πλούτου, κάνουμε μια ιλιγγιώδη βουτιά και προσκρούουμε κατευθείαν στον πάτο της. Όπου συναντούμε τους κατά συνθήκη φτωχούς της νεοελληνικής ευημερίας. Περίπου 2,5 εκατομμύρια άτομα με οικογενειακό εισόδημα όχι μεγαλύτερο των 21.000 ευρώ, που ορίζεται ως συμβατικό κατώφλι φτώχειας, τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.


Κατ’ αρχάς, οφείλω να δηλώσω δυστυχής διότι δεν περιλαμβάνομαι σε καμία από τις φοροδοτικές-κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες συμμετέχουν στο έπος τής κατά ΠΑΣΟΚ αναδιανομής του πλούτου. Ούτε στην κορυφή είμαι ώστε να έχω την παρηγορία ότι, όχι μόνο είμαι πλούσιος, αλλά έχω και την ευκαιρία να επιτελέσω τα καθήκοντα κοινωνικής αλληλεγγύης. Ούτε τόσο φτωχός ώστε να πάρω κι εγώ το κατιτί μου από το πρυτανείο του κρατικού ελέους . Η δυστυχία τού να είσαι μεσαίος… (Άσχετο: ως μεσαίος αδελφός τριτέκνου οικογενείας δεν μπορώ να πω ότι δυστύχησα. Οπωσδήποτε, σ’ αυτά τα αδερφικά τρίγωνα είσαι λίγο σάκος του μποξ, αλλά η κοινωνική και οικονομική μεσότης είναι κάτι διαφορετικό. Η μέτρια σαδιστική ικανοποίηση που αντλείς από το γεγονός ότι απολαμβάνεις περισσότερα από τους κάτω, μετατρέπεται σε κόλαση κάθε φορά που ρίχνεις βλέφαρο στους πάνω. Η απληστία στις μικρές δόσεις είναι απλώς ενοχλητική. Στις μεγάλες είναι επικίνδυνη).

Για να επανέλθουμε, όμως, στην κατά ΠΑΣΟΚ ακτινογραφία της πυραμίδας του πλούτου, υπάρχει ένα ακόμη μυστήριο σ’ αυτήν: Γνωρίζουμε τον πάτο της και την κορυφή της. Αλλά τι υπάρχει ανάμεσά τους; Τα πράγματα εκεί γίνονται συγκεχυμένα, θολά, απροσδιόριστα. Περίεργο… Εκεί, μεταξύ κορυφής και βάσης, υποτίθεται ότι βρίσκεται και ο περιούσιος λαός του πολιτικού συστήματος. Ξέρετε, ο περίφημος μεσαίος χώρος που έχει γίνει εδώ και είκοσι χρόνια το κέντρο του πολιτικού μας σύμπαντος, το ταξικό DNA των κομμάτων. Για κάποιους λόγους που δεν μου είναι ακόμη σαφείς, η κατά τεκμήριον ραχοκοκαλιά της οικονομίας και μυελός της πολιτικής εξουσίας χάνει την εύνοια των ηγεμόνων. Ποιος είναι ο ρόλος της στο εθνικό έπος της αναδιανομής του πλούτου, της ανάταξης της οικονομίας, της μείωσης του ελλείμματος, της αλλαγής του οικονομικού μοντέλου και, τελικά, της αποκατάστασης της δικαιοσύνης στο φορολογικό σύστημα;

Το μυστήριο ανέλαβε να λύσει ο ΣΕΒ, που με παρρησία εδήλωσε «παρών» στο εθνικό προσκλητήριο κοινωνικής αλληλεγγύης. Αφού γνωστοποίησε πως οι επιχειρήσεις που εκπροσωπεί είναι πρόθυμες να καταβάλλουν την έκτακτη εισφορά, φρόντισε να μας πληροφορήσει με μια εκτενή ανάλυση τι πληρώνει κάθε κατηγορία φορολογουμένων στο κράτος κάθε χρόνο. Χονδρικά -και για να μη σας πρήζω με πολλούς αριθμούς, αρκετούς έχουν οι επόμενες σελίδες- ο ΣΕΒ μάς λέει ότι μισθωτοί και συνταξιούχοι δηλώνουν το 74% του συνολικού εισοδήματος φυσικών προσώπων και πληρώνουν περίπου το μισό των φορολογικών εσόδων του κράτους. Μας λέει επίσης ότι οι 1.500 μεγαλύτερες από άποψη απασχόλησης επιχειρήσεις (που προφανώς εκπροσωπεί ο ίδιος) καλύπτουν το 72% των φορολογικών εσόδων από νομικά πρόσωπα, ή κατά μέσο όρο 2,2 εκατ. ευρώ εκάστη. Στον αντίποδα αυτών των ειλικρινών -όπως υπονοείται- φορολογικών υποζυγίων του κράτους υπάρχει κατά τον ΣΕΒ το 99,5% των επιχειρήσεων (μικρών και μεσαίων) που πληρώνουν κατά μέσο όρο όσο κι ένας μέσου εισοδήματος μισθωτός, ή 6.100 ευρώ τον χρόνο, αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, που πληρώνουν μόλις το 4% του συνολικού φόρου φυσικών προσώπων. Οι αριθμοί ίσως μπερδεύουν, αλλά το συμπέρασμα στο οποίο θέλει να καταλήξει ο ΣΕΒ είναι συγκεκριμένο: για τη φοροδιαφυγή των 30 δισ. ευρώ τον χρόνο που θα μπορούσε να επιλύσει τα προβλήματα του ελλείμματος και του χρέους δεν φταίνε οι μισθωτοί και συνταξιούχοι (δηλαδή το προλεταριάτο του φορολογικού σύμπαντος) ούτε οι μεγάλες επιχειρήσεις (δηλαδή η αριστοκρατία του), αλλά όλοι όσοι βρίσκονται ανάμεσά τους.

Εν ολίγοις, ο ΣΕΒ κάνει ένα αριστοτεχνικό «κάρφωμα» στους μικρομεσαίους, τους μικρο-καπιταλιστές και τους ελεύθερους επαγγελματίες, ήτοι στα στρώματα που εδώ και χρόνια αποτελούν σχεδόν αποκλειστικό σημείο αναφοράς των κομμάτων εξουσίας. Τους «δίνει» κανονικά, υποδεικνύοντας ότι οποιαδήποτε μελλοντική κίνηση απόδοσης φορολογικής δικαιοσύνης πρέπει να αφορά ακριβώς αυτούς. Και το υποδεικνύει αυτό σε μια περίοδο που η ύφεση απομακρύνει, από αισθητά έως δραματικά, αυτά τα στρώματα από την κατάσταση ευημερίας στην οποία είχαν «εκπαιδευτεί». Και η ανοχή της φοροδιαφυγής τους ήταν βασική συνιστώσα της ευημερίας αυτής.

Κι επειδή η επιχειρηματική ελίτ (την οποία υποθέτω πως εκπροσωπεί ο ΣΕΒ) με μια τέτοια κίνηση θα χάσει πολλούς από τους παραδοσιακούς του συμμάχους, τείνει και χείρα φιλίας στους κατά τεκμήριο ταξικούς του αντιπάλους, τους μισθωτούς, λέγοντας σε αδρές γραμμές το εξής: εμείς (το κεφάλαιο) και αυτοί (η εργασία) είμαστε ειλικρινείς φορολογούμενοι και εισφέρουμε καρτερικά στα κρατικά ταμεία. Αν θέλετε κάτι παραπάνω, αναζητήστε το σ’ αυτούς που υπάρχουν ανάμεσά μας… Οφείλω να το ομολογήσω: Όταν η οικονομική ελίτ αποφασίζει να παίξει τον ρόλο της ως εθνική αστική τάξη του δίνει και καταλαβαίνει… Και το κάνει επαγγελματικά, με απαράμιλλη τέχνη.

Η λαθροχειρία είναι προφανής. Η ανάλυση των εισοδημάτων που δηλώνονται στην εφορία κάθε χρόνο δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ρεαλιστική απεικόνιση της κατανομής του πλούτου στη χώρα μας. Με εξαίρεση τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, όλες οι άλλες κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων επιχειρήσεων, έχουν τη δυνατότητα να «ρυθμίζουν» κατά το δοκούν τη φοροδοτική τους ικανότητα, χάρη στις τρύπες και τις ευκαιρίες «εξαγοράς» του ελεγκτικού μηχανισμού. Φυσικά, είναι απολύτως αληθές ότι στην πλειοψηφία τους οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρές επιχειρήσεις (η εκλεκτή μεσαία τάξη…) είναι οι βασικοί τροφοδότες της φοροδιαφυγής. Αλλά η αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης δεν είναι μόνο ένα θέμα ηθικό, ένα ζήτημα επιβράβευσης της φορολογικής ειλικρίνειας των μεν και τιμωρίας της φορο-αποφυγής των δε. Παίζει κι αυτό, αλλά το βασικό είναι να αναζητηθεί και να φορολογηθεί ο πλούτος εκεί που συσσωρεύεται και λιμνάζει σε μια κατάσταση πλησμονής. Το διεθνές δεδομένο είναι πως το 2% των κατοίκων του πλανήτη κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ στον αντίποδα το φτωχότερο μισό του πληθυσμού της Γης ελέγχει μόλις το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε σε ποιες αναλογίες επιμερίζονται αυτές οι κατανομές στην Ελλάδα, υπολογίζοντας τον πλούτο σε κάθε μορφή του: σε ακίνητα, σε αυτοκίνητα, σε σκάφη αναψυχής, σε καταθέσεις, σε επενδύσεις, σε μερίσματα, σε stock options, σε έργα τέχνης, σε περιουσίες των offshore, σε επενδύσεις στο εξωτερικό, σε δωρεές, σε φιλανθρωπίες, σε φοροαπαλλασσόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, σε αποσβέσεις, σε μετοχές, σε συμβόλαια εμπορευμάτων, σε πλάκες χρυσού, σε πολυτελείς δαπάνες… Οι πρωτεϊκές μορφές του πλούτου είναι μια δυνατότητα που δεν αφορά σχεδόν καθόλου τη βάση της πυραμίδας, αφορά σε ένα βαθμό τις μεσαίες κλίμακές της, και αφορά κατεξοχήν την κορυφή της, έστω κι αν ορκίζεται στη φορολογική της ειλικρίνεια και στην προθυμία της να εκτελέσει το πατριωτικό καθήκον της κοινωνικής αλληλεγγύης…

Κατά τα φαινόμενα, η περιούσια μεσαία τάξη την έχει πατήσει πολλαπλά. Πρώτον, γιατί η ύφεση απειλεί με δραστικό «κλάδεμα» τις παραφυάδες της αφορολόγητης ευημερίας της. Δεύτερον, γιατί η πολιτική της ισχύς προφανώς εξασθενεί και στη θέση της οι «ευπαθείς ομάδες» γίνονται η ελκυστικότερη εκλογική πελατεία. Τρίτον, γιατί η επιχειρηματική αφρόκρεμα της χώρας προτιμά να θυσιάσει τους εφήμερους συμμάχους της προκειμένου να μείνει η ίδια στο φορολογικό απυρόβλητο.
Τι δυστυχία να είναι πια κανείς μεσαίος! Ακόμη και στο βασίλειο της Μεσαιοχώρας…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (7/11/09)

…Αν ήταν έξυπνος, δεν θα συμπεριφερόταν σαν νεόπλουτος, άρα δεν θα ήταν ο εαυτός του. Οι νεόπλουτοι σου γίνονται συμπαθείς επειδή τους έλκει η λάμψη, όπως τις πεταλούδες η πυρακτωμένη λάμπα. Το όνειρό τους είναι παραμείνουν για πάντα στην κορυφή. Έτσι και γίνεται. Εκεί πεθαίνουν.
Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον Δράκο;
«Δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω με τίποτα», αναστενάζει ο Χάντερ.
Ο Δράκος πιτσίλιζε με το αίμα του το πεζοδρόμιο. Μια σφαίρα στο μέτωπο. Την ώρα που περιτριγυρισμένος από σωματοφύλακες, κάμερες, ρεπόρτερ, κοινό, επιδεικνυόταν ως ευεργέτης. Το έδειξαν ζωντανά. Όλα ήταν αληθινά.
Το αγαπημένο του ρητό: «Δεν υπάρχει κάτι που να μην μπορώ να το αγοράσω!»

Γκεόργκι Γκρόζντεφ, «Πλιάτσικο»

Monday, November 2, 2009

Τα κουταλοπίρουνα του New Age (31/10/2009)

Από το περασμένο Σάββατο υπάρχουν τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια επίδοξοι διάδοχοι του Γιούρι Γκέλερ. Οι μισοί νεοέλληνες έχουν πειστεί ότι, για να αξιοποιήσουν τις εν υπνώσει μυστηριώδεις ικανότητες του εγκεφάλου τους, πρέπει να ξεπαστρέψουν τα κουταλοπίρουνά τους, να τσαλακώσουν κάθε μεταλλικό αντικείμενο της οικοσκευής τους, να κάνουν θρύψαλα τα κρυστάλλινα ποτήρια της προίκας τους, να ξεχαρβαλώσουν όλα τα ρολόγια χειρός, τοίχου και επιτραπέζια που διαθέτουν. Και μάλιστα, να προκαλέσουν όλη αυτή την καταστροφή με τον δύσκολο τρόπο. Όχι απλώς όπως να σπάνε τα πιάτα (όχι απ’ το καλό σερβίτσιο) όταν έρθουν στο τσακίρ κέφι, αλλά με την ακαταμάχητη δύναμη του νου τους. «Λύγισε κουτάλι, δούλεψε ρολόι, σπάσε ποτήρι…». Σ’ αυτές τις μάλλον ανώδυνες και ενδεικτικές μόνον νοητικές εντολές θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μερικές αρκετά πιο χρήσιμες κοινωνικά και πολιτικά, μιας και ορισμένα προβλήματα της νεοελληνικής πραγματικότητας μόνο εκ θαύματος ή χάρη στις υπερφυσικές δυνάμεις των mentalists της πολιτικής θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν: «Μειώσου έλλειμμα, εξαφανίσου χρέος, συρρικνώσου ανεργία, κινήσου χρήμα, δάνεισε τραπεζίτη, φύγε ύφεση, ξαναφύτρωσε δάσος, πρασίνισε Ελλάδα κ.λπ.». Διότι με τα κουταλάκια μόνο δεν γίνεται προκοπή. Στο κάτω κάτω, λυγίζουν τόσο εύκολα με το χέρι, που είναι απολύτως αντιπαραγωγικό να σπαταλήσει σ’ αυτά κανείς τα πολύτιμα κύματα τηλεκίνησης που εκπέμπει ο θαυματουργός του εγκέφαλος.

Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον λοιπόν -αφού με την εγγύηση δημοσιογράφων κάτι υπερφυσικό συμβαίνει κάθε Σάββατο στα τηλεοπτικά πλατό- να δούμε τον Γιούρι Γκέλερ κι όλη τη «Διεθνή» των mentalists σε μιαν πιο παραγωγική δράση. Δεν μας ενδιαφέρει να σταματήσει το Big Ben ή να λυγίσουν τα χρυσά κουταλοπίρουνα της βασίλισσας Ελισάβετ, αλλά να προληφθεί η επόμενη τρομοκρατική επίθεση. Να ακινητοποιηθούν στον αέρα οι επόμενες 96 σφαίρες πριν βρουν ανθρώπινο στόχο. Να προβλεφθεί η επόμενη εκατόμβη στο Ιράκ, στο Πακιστάν ή στο Αφγανιστάν. Να εκτραπούν στον προσκοπισμό οι κακές συνήθειες των επίδοξων ληστών. Να μετατραπεί σε αγάπη το μίσος, σε κατανόηση ο φθόνος, σε έκρηξη αλληλεγγύης η απληστία. Να μεταμορφωθούν τα golden boys σε φανατικούς φιλάνθρωπους που καταθέτουν τα stock options τους στις «τράπεζες των φτωχών». Να γίνουν οι γραφειοκράτες φιλότιμοι χειρώνακτες του δημόσιου συμφέροντος, οι άχρηστοι μάνατζερ των ΔΕΚΟ να παραιτηθούν οικειοθελώς, παραχωρώντας και όλα τα δικαιώματα των συμβολαίων τους, οι τραπεζίτες να δανείζουν με 0% και να δανείζονται με 10%, οι επιχειρηματίες να παραιτηθούν από τα κέρδη τους και να μοιράζονται με τους ανταγωνιστές τους στα ίσα τα μερίδια αγοράς. Να αποτραπούν όλα τα εγκλήματα που προετοιμάζονται ασυνειδήτως σε συγχυσμένα μυαλά φτωχοδιάβολων, αλλά και εκείνα που καταστρώνονται στα χλιδάτα σαλόνια των χρυσοκάνθαρων. Να προληφθούν οι επόμενες πλημμύρες, οι επόμενες ξηρασίες, οι επόμενες πυρκαγιές. Να φωτιστούν οι εγκέφαλοι της παγκόσμιας ελίτ που δεν δίνουν σεντς για το περιβάλλον αν δεν είναι εξασφαλισμένα πράσινα υπερκέρδη. Κι αν αυτό είναι αδύνατο, να ανακοπεί εδώ και τώρα η υπερθέρμανση του πλανήτη, ίσως με μια μικρή απομάκρυνση του Ηλίου κατά μερικά έτη φωτός. Να καταργηθούν οι τάξεις, να καταλυθούν οι ανισότητες, να ξεχάσουν οι άνθρωποι τα χρώματά τους, να λησμονήσουν τις θρησκείες τους, να αδιαφορήσουν για τις εθνικότητές τους, να ξεπεράσουν τις ιδεολογίες τους, να ισοπεδώσουν τις ιεραρχίες τους. Να διαχειριστεί η ανθρωπότητα δίκαια τον κοινό της πλούτο, να τελειώνουμε με τον πόλεμο των πολιτισμών και τον πολιτισμό των πολέμων, να τελειώνουμε και με την πολιτική (τι ανάγκη θα την έχουμε, άλλωστε, όταν θα έχουμε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο αυτο-οργάνωσης και αυτορύθμισης των κοινωνιών) όλα με τη δύναμη του μυαλού του Γιούρι Γκέλερ, των εκατοντάδων διαδόχων του και των εκατομμυρίων οπαδών του. Μια τόσο ισχυρή συγκέντρωση θετικής ενέργειας, δεν μπορεί, θα καταφέρει ότι δεν κατάφερε το είδος μας από καταβολής του...

Δεν ειρωνεύομαι τη δύναμη του ανθρώπινου νου. Και η αλήθεια είναι ότι ο προϊστορικός άνθρωπος, του οποίου ο εγκέφαλος μη νομίζετε ότι διαφέρει πολύ από τον δικό μας, θα ούρλιαζε από το σοκ αντικρίζοντας τα επιτεύγματα της ανθρώπινης διάνοιας – των απογόνων του. (Αντιθέτως, μάλλον θα έβλεπε με συγκατάβαση τον ανεκδιήγητο κ. Γκέλερ να λυγίζει σίδερα ως «Κουταλιανός» και θα απορούσε γιατί δεν το κάνει με τον εύκολο τρόπο, τη μυϊκή δύναμη που ο πρόγονός μας διέθετε πολλαπλάσια από τη δική μας – η ευφυΐα είχε και τις απώλειές της…). Η αλήθεια είναι ότι το ανθρώπινο μυαλό διήνυσε μια τεράστια απόσταση σε μερικές χιλιάδες χρόνια προϊστορίας, και κυρίως ιστορίας, και πιθανότατα θα διανύσει κι άλλη τόση. Και η απόδειξη γι’ αυτό βρίσκεται γύρω μας, σ’ όλη τη δημιουργία και όλη την καταστροφή που επισώρευσε στον πλανήτη Γη ο πολιτισμός μας. Σ’ αυτό το επίτευγμα του ανθρώπινου εγκεφάλου -δισεκατομμυρίων ανθρώπινων εγκεφάλων- υπάρχει ήδη τόση «μαγεία», μαύρη και λευκή, ώστε η επιστράτευση ενός τσαρλατάνου που ισχυρίζεται ότι είναι απόγονος εξωγήινων ή ότι διαβάζει τη σκέψη μας, είναι μια ακατανόητη γραφικότητα.

Παρ’ όλα αυτά, μερικά εκατομμύρια Έλληνες θα στηθούν για αρκετά σαββατόβραδα μπροστά στις οθόνες, περιμένοντας μια ακόμη πειστική ένδειξη ότι διαθέτουν αναξιοποίητες, υπερφυσικές δυνάμεις που θα τους απαλλάξουν από την πλήξη ή τη μιζέρια τους, θα τους διακτινίσουν από την Εποχή των Ιχθύων στην Εποχή του Υδροχόου, από τον κόσμο του ανταγωνισμού και της καταστροφής, στην κοινωνία της αρμονίας και της αιώνιας ευδαιμονίας. Η βιομηχανία του New Age πουλάει εδώ και πολλές δεκαετίες. Η παρακμή των ιδεολογιών και κοσμοθεωριών, η κρίση της πολιτικής, οι αλλεπάλληλες διαψεύσεις της προσδοκίας αλλαγής, τα αδιέξοδα των κινημάτων που υπόσχονταν κοινωνικές κοσμογονίες, η κατάρρευση και των ελάχιστων βεβαιοτήτων που είχε διαμορφώσει η καπιταλιστική ευημερία, μετατρέπει το New Age σε μηχανή που κόβει χρήμα. Αφού τα κόμματα, τα μανιφέστα, τα κινήματα αδυνατούν να αλλάξουν τη ζωή μας, αφού και ο πολιτισμός της απληστίας δεν μπορεί να εγγυηθεί τα κεκτημένα της ευημερίας μας, ας δούμε τι μπορεί να αλλάξει το φενγκ σούι στο σπίτι μας, η αστρολογία στον προγραμματισμό της ζωής μας, η μαντεία στο κυνήγι της ευτυχίας, ο αποκρυφισμός στην αποτίναξη της δυστυχίας, οι τεχνικές βελτίωσης του νου στη μετατροπή μας σε μικρούς Σούπερμαν, εκκολαπτόμενους Γκέλερ…

Έτσι, το New Age με τα πολυποίκιλα ρεύματά του και τις «κοσμοθεωρίες» του έγινε μια μεγάλη αγορά πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ που πουλάει με την ίδια ευκολία και μαχαιροπίρουνα για να τρώμε και δυνάμεις για να τα λυγίσουμε. Εδώ και πολύ καιρό από περιθωριακό έχει γίνει mainstream – ελάχιστες εφημερίδες και έντυπα τολμούν να εκδοθούν χωρίς ωροσκόπιο και οι περισσότερες συστάσεις μεταξύ των ανθρώπων περιλαμβάνουν σταθερά την ερώτηση «και τι ζώδιο είσαι;» και η απάντησή που θα δώσεις υποτίθεται ότι είναι μια πλήρης κατάθεση του ψυχογραφήματός σου (συν τη διάγνωση του ψυχιάτρου σου, αν είσαι υπό θεραπεία).

Βεβαίως, πρόκειται για μια κατά συνθήκην απάτη, διότι είμαστε συνένοχοί της στον βαθμό που πνίγουμε την αμφιβολία προκειμένου να «αγοράσουμε» ελπίδα. Από την άποψη αυτή δεν αρκεί να κατακεραυνώνουμε τους τσαρλατάνους, τους ψευδοεπιστήμονες, τους ψευδοπροφήτες και τους μάνατζέρ τους, ψάχνοντας να βρούμε τις λεπτομέρειες που ξέφυγαν από τη σκηνοθεσία και αποκαλύπτουν την απάτη. Η μεταφυσική απάτη είναι πολύ βαθύτερα χωμένη στο κοινωνικό μας DNA για να νομίζουμε ότι ξεμπερδεύουμε μαζί της αν ξεσκεπάσουμε τα τρικ των Γκέλερ. Και τι θα γίνει με τους Γκέλερ της αγοράς που μας έχουν πείσει ότι οι κρίσεις, οι υφέσεις, οι επιχειρηματικοί κύκλοι, η ανάκαμψη, η ευημερία, η κατανομή του πλούτου, ο καταμερισμός της παγκόσμιας ισχύος είναι στο χέρι…της αοράτου χειρός της αγοράς, των ανεξέλεγκτων δυνάμεων του ανταγωνισμού, μιας υπερβατικής βούλησης έξω και μακριά από δισεκατομμύρια ανθρώπινες βουλήσεις; Πώς θα αντιμετωπίσουμε τη μέγιστη απάτη, την πεποίθηση ότι οι κρίσεις, οι πόλεμοι, η φτώχεια, η κοινωνική ανισότητα, οι «αφύσικες» φυσικές καταστροφές είναι αποτέλεσμα ανεξέλεγκτων δυνάμεων που αδυνατούμε ως είδος να χειραγωγήσουμε;
Η απάντηση είναι πιο απλή απ’ όσο φαίνεται: αντιμετωπίζοντας την πιο ακατανίκητη απ’ όλες τις δυνάμεις του ανθρώπινου εγκεφάλου. Τη βλακεία.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (31/10/2009)

Τα mass media πρώτα μάς έπεισαν ότι το φανταστικό είναι πραγματικό και τώρα άρχισαν να μας πείθουν ότι το πραγματικό είναι φανταστικό. Κι όσο περισσότερη πραγματικότητα μάς δείχνουν οι τηλεοπτικές οθόνες, τόσο πιο κινηματογραφικός γίνεται ο καθημερινός μας κόσμος. Κι όπως είπαν κάποιοι φιλόσοφοι, θα φτάσουμε στο σημείο να πιστεύουμε ότι είμαστε μόνοι στον κόσμο κι όλα τα άλλα είναι μια ταινία που ο Θεός, ή κάποια μοχθηρή μεγαλοφυΐα προβάλλει μπροστά στα μάτια μας...

Ουμπέρτο Έκο, «Αυτό το φάντασμα σίγουρα κάπου το έχω δει»

Sunday, October 25, 2009

Η καταγραφή μιας απογραφής (24/10/2009)

«Τι περιμένεις από μένα, από τις συνεδρίες μας;», ρωτάει ο θεραπευτής τον ασθενή του. Ο ασθενής βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς ανησυχίας, κινείται συνέχεια πάνω στην πολυθρόνα, αλλάζει στάση, σημείο στήριξης, τρώει τα νύχια του, ανακατεύει νευρικά τα μαλλιά του κι αποφεύγει με κάθε τρόπο το βλέμμα του γιατρού. Διστάζει πολύ πριν απαντήσει.
«Τι να περιμένω; Ν’ ανακαλύψω το νόημα της ύπαρξής μου. Όλα πάνω μου είναι λάθος. Ακόμη και τ’ όνομά μου. Ακούς εκεί “Έλλειμμα”…Τι οντότητα μπορεί να έχει ένα πλάσμα που ονομάζεται “Έλλειμμα”; Θα λείψω από κανένα όταν θα εκλείψω; Όχι, βέβαια!».
«Αυτό είναι απλό. Μετονομάσου σε “Πλεόνασμα”. Υποθέτω ότι όλοι θα σ’ αγαπήσουν τότε;».
«Με δουλεύεις, γιατρέ; Από μένα εξαρτάται; Δεν ορίζω την ύπαρξή μου σε τίποτα. Ούτε στα κιλά μου, ούτε στο ύψος μου, ούτε στην ηλικία μου. Η ταυτότητά μου αλλάζει τα μισά της στοιχεία κάθε μήνα. Να φανταστείς ότι αν και έχω πραγματική ηλικία τουλάχιστον 120 ετών -υπολόγισε, πόσοι προϋπολογισμοί έχουν καταρτιστεί από εποχής Τρικούπη- με αντιμετωπίζουν όλοι σαν κακομαθημένο δεκάχρονο. Μέχρι το 1999 αδιαφορούσαν για την ύπαρξή μου. Δεν πάει να ’μουνα 1% ή 101%, το ίδιο τους έκανε. Ξαφνικά, άρχισαν να με μετράνε μανιωδώς. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ένας αριθμός είμαι στο κάτω κάτω…».
«Όχι ένας, είσαι μια μακρά σειρά αριθμών, σχεδόν ένα άπειρο», διόρθωσε ο θεραπευτής.
«Ναι, αλλά βρες μου έστω και έναν που να μου το επιτρέπει. Όλοι ισχυρίζονται πως θέλουν να με μηδενίσουν. Δηλαδή, η ιδεώδης κατάσταση ύπαρξής μου είναι το μηδέν, η ανυπαρξία. Τι νόημα έχει να συνεχίσω;».
«Όχι, έχεις λάθος σ’ αυτό. Γιατί αποκλείεις να μεταλλαχθείς σε πλεόνασμα;».
«Πλάκα κάνεις! Στον 22ο αιώνα, ίσως… Εδώ οι άνθρωποι χρωστάνε της Μιχαλούς. Και το βρακί που φοράνε, δανεικό το ’χουν. Και ξέρεις, εγώ πάω πακέτο με το Χρέος. Δεν υπάρχει ελπίς… Εμένα μου αρκούν πιο μέτρια πράγματα. Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα γεράσω με το Σύμφωνο Σταθερότητας – ας το βρίζουν όλοι, ρούπι δεν το κουνάνε από τις οδηγίες του. Αν είχαν τσαμπουκά θα το είχαν διαλύσει. Γι’ αυτό σου λέω, γιατρέ. Μου αρκεί μια υπαρξιακή ισορροπία στην περιοχή του ορίου 3%. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, δεν έχει τόση σημασία… Ούτε ο Αλμούνια, ούτε ο Τρισέ θα πουν τίποτα».
«Ωραία! Πού είναι το πρόβλημα, λοιπόν;».
«Αααα… Νομίζω ότι δεν έχουμε καλή χημεία, γιατρέ. Σαν να μη με παρακολουθείς καθόλου. Ή μήπως εγώ στα λέω άλλα αντ’ άλλων; Λοιπόν, στα εξιστορώ λεπτομερώς. Το 1999 ήμουν καρφωμένο στο 3%, πανηγύρια οι Ελληνάρες, μπήκαν στην ΟΝΕ, είχαν πάθει και μια υστερία τότε με το Χρηματιστήριο και νόμιζαν ότι έβρεχε ο ουρανός χρήμα, κι ο Σημίτης μεσ’ στην καλή χαρά κράδαινε τα ευρώπουλα όπως ο αρχάγγελος Μιχαήλ την πύρινη ρομφαία του, κι ας πάθανε την πλάκα τους οι καταναλωτές κι οι μισθωτοί με το νέο νόμισμα, νόμιζαν ότι έφταιγε αυτό για τις τρύπες στις τσέπες τους, πού να πάρουν πρέφα ότι τους λήστευαν κανονικά κάτω από τη μύτη τους, νόμιζαν ότι τους είχαν κάνει βουντού. Πέρασα μια μάλλον ανέφελη τετραετία, δεν με πολυενοχλούσαν, τότε ασχολούνταν μόνο με τον πληθωρισμό. Α, και με τον ρυθμό ανάπτυξης -τι πάθος κι αυτό με το ΑΕΠ-, κάναμε πρωταθλητισμό ευρωπαϊκού επιπέδου, χόρτασαν τα λαμόγια κι οι εθνικοί προμηθευτές, έβγαλαν χρήμα και για τα τρισέγγονά τους. Τον πέμπτο χρόνο, πάνω που ετοιμαζόμουνα να απολαύσω την εθνική ολυμπιακή ευφορία, να ’σου προκύπτει κυβερνητική αλλαγή, έρχεται ο Αλογοσκούφης, μου κάνει ένα κεφαλοκλείδωμα κι έπειτα μου ρίχνει μια απογραφή που είδα τον Χριστό φαντάρο. “Τι 3% και κουραφέξαλα”, μου είπε, “εσύ είσαι 6% και βάλε”. Πέρασα μια υπερεντατική δίαιτα παχύνσεως – για να είμαι ειλικρινής, όχι μόνο εγώ, αλλά κι άλλοι απ’ το σόι μου, η ανεργία, για παράδειγμα, πέρασε κι αυτή τον παθών της τον τάραχο. Από το 7% την έφτασαν στο 11%. Και να τα σούρτα φέρτα Αθήνα – Βρυξέλες, έρχονταν κι οι χαρτογιακάδες της Eurostat, με μέτραγαν από δω, με μέτραγαν από εκεί, τέλος πάντων κατέληξαν πόσο είμαι. Ήταν θέμα ηθικής τάξεως, λέει. Καθαρά τεφτέρια. Πάνω που τέλειωσα τη δίαιτα πάχυνσης, άρχισε η αντίστροφη διαδικασία. Με ξενηστικώσανε μέχρι να ξαναπέσω στο 3%. Και καλά, εγώ δεν παθαίνω τίποτα, αν εξαιρέσεις το βρισίδι που έφαγα απ’ τον κόσμο που τ’ ακουμπούσε κανονικά στην εφορία, αλλά αυτοί οι ανόητοι που είχαν χάψει τα περί φορολογικής δικαιοσύνης και δεν προλάβαιναν να χωνέψουν τον ένα φόρο μετά τον άλλο, τι χρώσταγαν;».
«Πάρε μια ανάσα…», διέκοψε ο θεραπευτής το Έλλειμμα.
«Αδύνατον! Θα χάσω τον ειρμό της σκέψης. Μ’ έβριζαν, που λες όλοι, “απογραμμένο” με ανέβαζαν “ξεγραμμένο” με κατέβαζαν. Τέλος πάντων, με την εντατική γυμναστική και δίαιτα ξαναβρήκα την ισορροπία στην περιοχή του 3% – μεγάλα γλέντια. Και να διθύραμβοι για την άρση της επιτήρησης και χειροκροτήματα και “εύγε” από τους κοινοτικούς -ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήταν σημαντικό το μέγεθός μου, κατάλαβα όμως πόσο δίκιο είχε εκείνος ο χριστιανός όταν έλεγε ότι στην Ελλάδα ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι-, το κακό είναι, βέβαια, ότι και όταν δυστυχούν οι αριθμοί οι άνθρωποι πάλι δεινοπαθούν μαζί τους. Κάπως έτσι ένιωθα εγώ με την ευημερία μου, μια αναπηρία ήταν, για να μη νομίζεις ότι ήμουν ένα ξερός και αναίσθητος αριθμός. Έτσι κύλησαν τα τρία πρώτα χρόνια της ήπιας προσαρμογής, έπειτα ήρθε εκείνο το φοβερό καλοκαίρι, κάηκε το σύμπαν, παρανάλωμα και 80 τόσοι άνθρωποι, αυτό το έλλειμμα δεν καταγράφηκε πουθενά, και της Eurostat και της Κομισιόν καρφάκι δεν τους κάηκε. Και, σαν να μην έτρεχε κάστανο, έκανε τις εκλογές και τις πήρε πάλι ο Καραμανλής, κι εμένα μου κατσικώθηκε άλλον ενάμιση χρόνο ο Αλογοσκούφης, τσάρος πασών των ελλειμμάτων. Θέλησε να κάνει απογραφή και στο ΑΕΠ, γέλασε κι ο κάθε πικραμένος, μέχρι και τις πουτάνες ήθελε να μετρήσει για το παραγόμενο προϊόν – σε τι να το μετρήσει; Σε προφυλακτικά; Πριν χρονίσει στη νέα της θητεία η κυβέρνηση, σκάει και φούσκα, το έλα να δεις στις αγορές, κατά διαόλου τα δημοσιονομικά, ύφεση στις οικονομίες, έπεσαν και τα κάστρα – να οι Αμερικάνοι, να οι Κινέζοι, από κοντά κι οι Ευρωπαίοι που ξαφνικά, σαν να τους τσίμπησε μύγα, “τι το θέλουμε το Σύμφωνο Σταθερότητας; Ποιος χέστηκε για το έλλειμμα;”, άρχισαν να ψελλίζουν στην αρχή, να το κραυγάζουν μετά. Αυτός ο δικός μας, εκεί, ακούνητος, δημοσιονομική ορθοδοξία ή θάνατος. Άρχισε να βράζει ο κόσμος, “κι άλλους φόρους; Εδώ δεν έχουμε να βγάλουμε τον μήνα. Δεν ξέρουμε αν θα ’χουμε δουλειές, παραγγελίες, τζίρους. Αλήθεια, τι είναι αυτή ή ύφεση;”. Έπρεπε, βλέπεις, να μάθουν όλοι και καινούργιες λέξεις. Τέλος πάντων, τον έφαγε η βουή του κόσμου τον δικό μου, τον έφαγε η μαρμάγκα του ανασχηματισμού. Κι εκεί που είχα συνηθίσει το φυσικό μου μέγεθος, έρχεται ο Παπαθανασίου, της πιάτσας άνθρωπος και καλά, “όταν έχουμε ύφεση και απειλούνται θέσεις εργασίας, το έλλειμμα δεν είναι η πρώτη μας προτεραιότητα”, είπε. Κατάλαβα, σκέφτηκα εγώ. Τώρα θα υποστώ την απογραφή της απογραφής. Και μ’ άφησαν ελεύθερο, το ’ριξα στην πάχυνση κι εγώ και μέσα σε λίγους μήνες -δεν μου ήταν και δύσκολο- το έπιασα και το 4% και το 5%, έφτασα κάπου στο 6% λίγο πριν τις εκλογές. Και πάλι δεν ήμουν σίγουρο πόσο ακριβώς ήμουν, άκουγα κάτι μισόλογα από τον Προβόπουλο, ίσως να ’μαι και 8%, έπαψα ν’ ασχολούμαι πια κι αποφάσισα να περιμένω το αποτέλεσμα των εκλογών. Και οι φόβοι μου αποδείχθηκαν αληθινοί – δεν είμαι κατά των αλλαγών, αλλά υποψιαζόμουν τι με περιμένει. “Καταγραφή” ονομάστηκε η νέα εντατική θεραπεία παχύνσεως, δηλαδή καταγραφή της απογραφής μιας προηγούμενης καταγραφής. Και μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα εκτοξεύτηκα στο 12,5%. Τριπλασιάστηκα! Πόσα κιλά είσαι εσύ; Κάπου 80; Φαντάζεσαι σ’ έναν μήνα να γινόσουν 240 κιλά; Πώς θα αισθανόσουν; Και στο κάτω κάτω, τι σημαίνει αυτό; Τι αλλάζει στη ζωή των ανθρώπων αν είμαι 12% ή 112%; Τι αλλάζει για τον άνεργο αν του πεις ότι η ανεργία δεν είναι 11% αλλά 15%; Θα βρει πιο γρήγορα δουλειά; Όχι, απλώς του ασκείς ψυχολογικό εκβιασμό, έτσι δεν είναι; Του λες ότι πρέπει να ρίξει την τιμή του, αν θέλει να έχει κάποια τύχη. Και με μένα το ίδιο γίνεται. Ξέρεις τι είμαι; Ένας μπαμπούλας για να τρώνε το φαΐ τους τα παιδιά, για να πληρώνουν οι φορολογούμενοι τους φόρους τους, για να κάθονται οι μισθωτοί στ’ αυγά τους. Δεν αντέχω άλλο πια… Κι αυτά τα αντικαταθλιπτικά παχαίνουν, δεν παχαίνουν; Με βλέπω μέχρι το τέλος του χρόνου να χτυπάω ένα 14% με 15%».
«Ωραία», διέκοψε ο γιατρός. «Και τι θέλεις τώρα; Πέρασες μια απογραφή, περνάς τώρα μια καταγραφή… Τι θα ’θελες ν’ ακολουθήσει;»
«Μια παραγραφή… Ή, μια πλήρης διαγραφή καλύτερα. Να με ξεχάσουν όλοι στην ανυπαρξία τού 0%. Αφού ως έλλειμμα είμαι ανεπιθύμητο και ως πλεόνασμα ανέφικτο, γιατί δεν μ’ αφήνουν στην ησυχία μου;».

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (24/10/2009)

Δεν ανησυχώ καθόλου για το έλλειμμα. Νομίζω ότι είναι αρκετά μεγάλο για να προσέχει μόνο του τον εαυτό του…

Ρόναλντ Ρίγκαν

Monday, October 19, 2009

Οι στυλίτες στην εξουσία (17/10/2009)

Το ’πε μια, το ’πε δυο, δεν ξέρω αν τρίτωσε το πράγμα στις προγραμματικές, εγώ πάντως θ’ αρχίσω να το πιστεύω πια. Θ’ αρχίσω να πιστεύω πως είμαστε στα πρόθυρα του μεγάλου άλματος προς την κατάργηση του κράτους, έτοιμοι να αποικίσουμε τον κομμουνισμό του μέλλοντός μας. Τόσο, που σκέπτομαι μήπως γι’ αυτό ο Χρυσοχοΐδης κάνει τις σκούπες στα Εξάρχεια και μαζεύει αντιεξουσιαστές και λοιπούς συνήθεις υπόπτους όχι για να τους φορτώσει δικογραφίες με τον μισό ποινικό κώδικα, αλλά για να εξασφαλίσει την εκπροσώπησή τους στο υπό (νέα) επανίδρυση κράτος. Προφανώς, στα χιλιάδες βιογραφικά που στάλθηκαν στο Μαξίμου για τις θέσεις γραμματέων και ΔΕΚΑρχών δεν υπήρχαν αρκετοί με τα απαραίτητα αντιεξουσιαστικά προσόντα. Κι αφού δεν έρχονται οι αντιεξουσιαστές στην εξουσία, ας πάει η εξουσία σ’ αυτούς, για να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες τους. Δεν εξηγείται αλλιώς...

Δεν ξέρω ποιος εισηγήθηκε στον Γ. Παπανδρέου αυτή την ενδιαφέρουσα ατάκα περί «αντιεξουσιαστών στην εξουσία», ωστόσο, πέρα από την πλάκα και τις επικοινωνιακές προθέσεις, περιγράφει τη θεμελιώδη -και σχεδόν σχιζοειδή- αντίφαση της πολιτικής κοινωνίας. Από τη στιγμή που τα ανθρώπινα πλάσματα αποφάσισαν να αποσπαστούν από τη φυσική κατάσταση του αυτεξούσιου -κατάσταση διόλου παραγωγική αφού συνεπαγόταν τον κατά Τόμας Χομπς πόλεμο πάντων κατά πάντων-, οι κοινωνίες βρίσκονται σε μια διαρκή διελκυστίνδα. Από τη μια πλευρά εκχωρούν όλο και περισσότερες σφαίρες της ζωής τους στη δημόσια εξουσία που θα τις προστατέψει από τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, από την άλλη προσδοκούν αυτή η δημόσια εξουσία να τους οδηγήσει σε εκείνη την κατάσταση ευδαιμονίας και ελευθερίας που εγκατέλειψαν στον «Κήπο της Εδέμ» και που θα καταστήσει περιττή την ύπαρξη εξουσίας. Θεωρητικά, κάθε δημόσια εξουσία την οποία έχουμε ανάγκη θα έπρεπε να κατατείνει στην αποδυνάμωσή της, και τελικά στην αυτοκατάργησή της. Τα περισσότερα κοσμοθεωρητικά συστήματα για τον τρόπο οργάνωσης των πολιτικών κοινωνιών, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Μπακούνιν και από τους αναρχικούς μέχρι τους νεοφιλελεύθερους, ομνύουν στον ίδιο σκοπό. Στην πράξη συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Η δημόσια εξουσία στην οποία οι άνθρωποι εκχωρούν -κατά συνθήκη- ισχύ, δικαιώματα και ελευθερίες γίνεται ένας αυτοσκοπός. Η εξουσία αποκτά μια τέτοια αυτονομία συμφερόντων, ώστε τελικά γίνεται απλώς ένα ακόμη χαράκωμα του πολέμου όλων εναντίον όλων. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: οι καλύτερες προθέσεις, οι πιο ανατρεπτικές και επαναστατικές διαθέσεις πνίγηκαν στο αίμα, στη βία και στην απληστία.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση είναι κοινότοπη, αλλά ουδείς την έχει αμφισβητήσει μέχρι σήμερα. Η εξουσία εκ φύσεως εκμαυλίζει τους εξουσιαστές, ακόμη κι όταν είναι ακραιφνείς αντιεξουσιαστές. Για να μη συμβεί αυτό θα πρέπει να φανταστούμε μια δημόσια εξουσία χωρίς ανθρώπινα χαρακτηριστικά, χωρίς τις αναπηρίες που αναπαράγουν τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Να φανταστούμε δηλαδή ότι ο εξουσιαστής θα κάνει απλώς τη δουλειά του, σαν μια καλά προγραμματισμένη μηχανή που παίρνει αποφάσεις με μοναδικό κριτήριο να επιτυγχάνει την ιδεώδη ισορροπία συμφερόντων. Έναν υπολογιστή, σαν τον Hal του Άρθουρ Κλαρκ στην «Οδύσσεια του Διαστήματος», που να συνυπολογίζει τις βουλήσεις εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων ανθρώπινων πλασμάτων πριν από κάθε του απόφαση – εξαιρώντας πλήρως μόνο μία βούληση, τη δική του, που καλύτερα είναι να μην τη διαθέτει καν. Φυσικά, η διεύθυνση της πολιτικής κοινωνίας δεν πρόκειται να ανατεθεί ποτέ σε μηχανές και οι άνθρωποι, οι τάξεις, οι φυλές, τα κόμματα, τα λόμπι θα συνεχίσουν για αιώνες να παλεύουν για την εξουσία, ακόμη κι αν η πρόθεσή τους είναι να την καταργήσουν.

Ως εκ τούτου, πρέπει να βολευτούμε με τους ανθρώπινους εξουσιαστές. Και θα πρέπει να φανταστούμε έναν μαγικό τρόπο -μια λοβοτομή ίσως;- για να τους απαλλάξουμε από τις πρωταρχικές αιτίες που σπρώχνουν την ανθρώπινη φύση στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, όπως απλά και γλαφυρά τις όρισε ο Χομπς: τον ανταγωνισμό, τη δυσπιστία και τη δόξα. Ο πρώτος αντιστοιχεί στην απληστία, στο κυνήγι του πλούτου, στην αντίληψη ότι η ιδιοκτησία και η ιδιοποίηση είναι ο μοναδικός τρόπος να απολαμβάνουμε τα αγαθά. Η δεύτερη αντιστοιχεί στην ανασφάλεια, στον διαρκή φόβο ότι οι άλλοι είναι μια διαρκής απειλή για τα αγαθά που κατέχουμε -είτε τα έχουμε παραγάγει είτε απλώς ιδιοποιηθεί (δηλαδή, κλέψει). Και η τρίτη αντιστοιχεί στην επιθυμία διάκρισης από τους άλλους, στη φήμη, στο υπερτροφικό εγώ, στη λαμπερή δημόσια εικόνα μας. Η εξουσία δίνει τόσο άφθονες ευκαιρίες για να υπηρετηθούν αυτές οι τρεις ανθρώπινες αναπηρίες, κι αυτές οι ευκαιρίες είναι κατά κανόνα το κίνητρο όσων προσέρχονται στον στίβο της διεκδίκησής της. Έστω κι αν δεν υπάρχουν σωρευτικά, έστω κι αν ο πολιτικός είναι ήδη αρκετά πλούσιος για να φιλοδοξεί να πλουτίσει κι άλλο, έστω κι αν είναι αρκετά ασφαλής για να αισθανθεί προστατευμένος στον υπουργικό θώκο, έστω κι αν είναι πολύ διάσημος για να πιστεύει ότι το να ακούει καθημερινά τ’ όνομά τους στις ειδήσεις και να βγαίνει τουλάχιστον μία φορά την ημέρα στα τηλεοπτικά «παράθυρα» θα προσθέσει κάτι στη δημόσια εικόνα του.

Επομένως, ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγουμε τον εκμαυλιστικό μηχανισμό της εξουσίας είναι να επιστρατεύσουμε στην άσκησή της όχι αντιεξουσιαστές, αλλά αναχωρητές, ασκητές, ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τα «απεχθή» στοιχεία της ανθρώπινης φύσης τους. Κοσμοκαλόγερους ντυμένους με φθαρμένα ράσα, ρακένδυτους, γυμνούς από περιουσία, παραιτημένους από φιλοδοξία, αδιάφορους για την εικόνα τους, απαθείς στις απειλές κατά της ζωής τους, καρτερικούς στη δημόσια κατακραυγή, άκαμπτους στις πιέσεις και στους πειρασμούς, απρόθυμους για δημόσιες σχέσεις, χωρίς την παραμικρή διάθεση να επικοινωνήσουν το έργο και τις αποφάσεις τους, απρόσιτους στα ΜΜΕ και στους δημοσιογράφους, σκοτεινούς, βλοσυρούς, λιγομίλητους, σχεδόν μισάνθρωπους. Ακριβώς σαν τους στυλίτες των πρώτων χριστιανικών αιώνων που επέλεγαν την πιο ακραία μορφή ασκητισμού, την τέλεια απομόνωση από την κοινωνία και τους πειρασμούς της, πάνω σε έναν στύλο αρκετά μέτρα ψηλά από το έδαφος και ελάχιστα πιο κοντά στη μόνη εξουσία που αναγνώριζαν, την εξουσία του Θεού.

Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό το μοντέλο δημόσιας εξουσίας, εκτός του ότι θα έβρισκε ελάχιστους πρόθυμους λειτουργούς, δεν θα είχε καμία τύχη μετά λίγα εικοσιτετράωρα. Περιττό να πω ότι δεν θα είχαν καμία τύχη ως αιρετοί – το πιθανότερο είναι να μην έβρισκαν ούτε έναν σταυρό πέραν του δικού τους στα ψηφοδέλτια. Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι προσέρχονταν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας ως εξωκοινοβουλευτικοί λειτουργοί, με βιογραφικά ή χωρίς, χωρίς ταξικές προκαταλήψεις και με μόνο εφόδιο μια αφηρημένη αντίληψη περί εξυπηρέτησης του κοινού καλού, του δημοσίου συμφέροντος, της προόδου του έθνους, σύντομα θα ανακάλυπταν ότι υπηρετούν μια χίμαιρα. Ότι κοινό καλό δεν υφίσταται, ότι δημόσιο συμφέρον σημαίνει διευθέτηση πολλών συγκρουόμενων και ασυμφιλίωτων συμφερόντων και πως σε κάθε έθνος υπάρχουν πολλά έθνη που βρίσκονται σ’ έναν υπολανθάνοντα και απλώς ανομολόγητο εμφύλιο. Φυσικά, τα πρωτοσέλιδα θα έκαναν λόγο για «Ρασπούτιν» του εξουσίας και θα αποκάλυπταν ντοκουμέντα για τα μοναχικά όργια των στυλιτών της εξουσίας επί των στύλων τους, η αγορά θα απαιτούσε τη σταύρωσή τους διότι το αντικαταναλωτικό μοντέλο τους προκαλούσε καταστροφή, η αντιπολίτευση θα επιστράτευε όλα τα τοπ μόντελ της πιάτσας για να τα αντιπαραθέσει στους miserabile visu εξουσιαστές και θα οργάνωνε επανάσταση της πασαρέλας (και όχι της κατσαρόλας) με το σύνθημα: «Διώξτε τους στυλίτες και φέρτε τους στυλίστες»!

Φαύλος κύκλος, λοιπόν; Κι ακόμα χειρότερα, αν υπολογίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός, περισσότερα από όλα τα προγενέστερα συστήματα, αποδυναμώνει τη δημόσια εξουσία, δίνοντας τη δυνατότητα σ’ ένα σωρό άλλα κέντρα ισχύος, πρωτίστως οικονομικής, να επιβάλλουν τη δική τους εξουσία, μια εξουσία στα όρια της αναρχίας, ντυμένη τη θεσμική φορεσιά της ελευθερίας των αγαθών και των κεφαλαίων. Από την οποία δεν μας σώζουν ούτε οι στυλίτες ούτε οι αντιεξουσιαστές της εξουσίας. Αλλά, επειδή θα συνυπάρξουμε ως είδος για αρκετούς αιώνες με την εξουσία και το ερώτημα θα είναι πάντα «ποιος μας φυλάσσει από τους φύλακες», η απάντηση ίσως βρίσκεται στην τεχνική προσέγγιση του Μοντεσκιέ που εξαρχής εντόπισε τη σχιζοειδή αντίφαση κάθε συστήματος εξουσίας. «Προκειμένου να μην υπάρχει κατάχρηση της εξουσίας, χρειάζεται η εξουσία να σταματάει την εξουσία», έλεγε και όρισε ως απάντηση τη διάκριση των εξουσιών. Εν τω μεταξύ, οι διακεκριμένες εξουσίες έγιναν αυγοτάραχο κι απέκτησαν τόσους ανταγωνιστές που είναι πια θλιβερή καρικατούρα του παρελθόντος τους. Τώρα η διάκριση των εξουσιών δεν αρκεί. Η διάχυσή τους ίσως είναι η επόμενη απάντηση. Power to the people, που τραγουδούσαν κάποιοι γραφικοί…