Saturday, July 28, 2012

Τα άλογα της τρόικας

(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", Επενδυτής 28/7/2012)

Τρόικα: Σημαίνει τριπλός ή τριμερής. Ρωσική λέξη, που έδωσε το όνομά της στην παραδοσιακή ιππήλατη άμαξα ή έλκηθρο που έσερναν τρία ζεμένα άλογα. Οι τρόικες αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως εμπορικές ή ταχυδρομικές άμαξες, αργότερα, στη ρωσική αυτοκρατορία του 17ου αιώνα και μετά, έγιναν τα «Ι.Χ.» των πλουσίων. Το μεσαίο άλογο ήταν ζεμένο κάτω από μιαν αψίδα κι ήταν αυτό που έδινε τον τροχασμό, τον ρυθμό στην τριάδα, γι’ αυτό είχε και χαλινάρια. Τα άλλα δύο άλογα ήταν ζεμένα ελαφρώς λοξά. Η εκπαίδευσή τους είχε στόχο τον απόλυτο συγχρονισμό, αλλά η «τεχνογνωσία» της ιππηλασίας επέβαλε συνήθως το ένα πλαϊνό άλογο να είναι πιο ατίθασο και το άλλο με ηπιότερο κα μάλλον φιλάρεσκο τροχασμό. Αυτό απέδιδε κάποια ιδιότυπη ισορροπία στην τρόικα.

Η πολιτική επικοινωνία γοητεύεται από τις μεταφορές. Κι έτσι, οποιαδήποτε τριανδρία ή τριμερής άσκηση εξουσίας αποκαλείται εκ μεταφοράς τρόικα. Η έννοια υπονοεί ισορροπία ισχύος εντός της τριάδας, έστω κι αν κάποιος έχει τον ρόλο του μεσαίου αλόγου της ρωσικής άμαξας που δίνει τον ρυθμό. Στη «δική μας» τρόικα έχουν ανατραπεί πολλοί από τους κανόνες της ρωσικής άμαξας. Η μεγαλύτερη ανατροπή συνίσταται, βεβαίως, στην αντιστροφή ρόλων μεταξύ υποζυγίων και άμαξας: η τρόικα υποτίθεται ότι ανέλαβε να σύρει το «κάρο» Ελλάδα έξω από τον βούρκο του χρέους και της ύφεσης. Υποτίθεται ότι αυτή θα ήταν το υποζύγιο και η Ελλάδα η άμαξα. Αλλά συμβαίνει το αντίθετο. Το υποζύγιο είναι τα 11 εκατομμύρια Ελλήνων -ή, για την ακρίβεια, η τεράστια πλειοψηφία τους- και άμαξα η τρόικα, με επιβάτες, εκτός από τους κυρίους Τόμσεν, Μαζούχ και Μορς, αρκετούς Ευρωπαίους αξιωματούχους που ανταγωνίζονται για το ποιος θα κρατήσει τον χαλινό. Για να πάει η άμαξα πού, θα αναρωτηθείτε. Στον γκρεμό, φυσικά. Αυτό συμβαίνει όταν το κάρο μπαίνει μπροστά απ’ τα άλογα.

Υπάρχουν κι άλλοι κανόνες ιππηλασίας που παραβιάζονται στη «δική μας» τρόικα. Ποιος έχει τον ρόλο του μεσαίου ίππου, του βηματοδότη; Η εντύπωσή μας μέχρι τώρα ήταν πως αυτόν τον ρόλο τον έχει το ΔΝΤ, ο «παγκόσμιος τοκογλύφος», το «demolition fund» της διεθνούς οικονομίας που έχει στον λογαριασμό του ουκ ολίγες θανατηφόρες «εξυγιάνσεις» χωρών. Και ο λαλίστατος κ. Πολ Τόμσεν πάντοτε έδινε τον ρητορικό τροχασμό στο εύρος και στο βάθος της «εσωτερικής υποτίμησης» που πρέπει να επιβληθεί στους μισθωτούς σκλάβους. Οι άλλοι έδιναν την εντύπωση ότι έχουν κρατήσει τους ρόλους των πλευρικών αλόγων της τρόικας – η ΕΚΤ διά του κ. Μαζούχ τον ρόλο του αγριεμένου αλόγου που ζωηρεύει τον καλπασμό, η Κομισιόν με τον συνήθως σιωπηλό κ. Μορς υποτίθεται πως αντιστάθμιζε τη ζωηράδα με μια πινελιά ηπιότητας και συμπάθειας.

Τώρα μαθαίνουμε πως όλα τα είχαμε καταλάβει λάθος. Όχι, δεν ήταν το ΔΝΤ που είχε αναλάβει τον ρόλο του βηματοδότη, το ΔΝΤ εξαρχής ήξερε πως το μνημόνιο δεν βγαίνει και πως θα αποτύχει, αποκαλύπτει ο πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ταμείο. Μπα; Και γιατί μας το λέει τώρα; Γιατί, ως καλός πατριώτης, δεν έβγαινε τότε να καταγγείλει ότι όλα ήταν ένα ψέμα, ένα θέατρο; Γιατί έπρεπε τόσα εκατομμύρια Ελλήνων, και όχι μόνον αυτών, να υποστούν τις συνέπειες μιας θρασύτατης απάτης;

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Μαθαίνουμε επίσης ότι το άλογο-οδηγός όχι μόνο δεν πίστεψε ποτέ στην επιτυχία του μνημονίου, αλλά εγκαλεί για «δυστροπία» (κατά την «αλογομούρικη» αργκό) τον εταίρο του στην ιππήλατη άμαξα, την ΕΚΤ, που θα πρέπει κι αυτή να υποστεί ένα «κούρεμα», όχι στη χαίτη του, αλλά στο ελληνικό χρέος που διακρατεί στα χαρτοφυλάκιά της. Και η ΕΚΤ πράγματι δυστροπεί και οδηγεί σε χρηματοδοτικό στραγγαλισμό την Ελλάδα από τις αρχές – κι ας ψελλίζει όρκους πίστης στο ευρώ ο Ντράγκι, τραβώντας την άμαξα από τη μια πλευρά, την ώρα που ο τρίτος ίππος της τρόικας, η Κομισιόν, προσπαθεί να τη σύρει προς την άλλη. Αίφνης ο κ. Μπαρόζο αγάπησε και συμπόνεσε την Ελλάδα, Πορτογάλος και Ίβηρ αυτός, όπως Ίβηρ και Ισπανός ο έτερος επίτροπος, ο Αλμούνια, που εγκατέλειψε όλη του την αυστηρότητα κι ακαμψία κι ανακάλυψε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί και πρόσθετο χρόνο και πρόσθετο χρήμα. Γιατί τώρα; Είμαστε μετριοπαθείς άνθρωποι και υποθέτουμε ότι ουδεμία σχέση έχει αυτή η ξαφνική συμπάθεια με το γεγονός ότι η Ισπανία δεν αποφεύγει με τίποτα ένα πλήρες μνημόνιο, full pack, που για λόγους δικαιοσύνης και ισοτιμίας μεταξύ των εταίρων πρέπει να είναι εξίσου ψευδές και εξωπραγματικό με το ελληνικό, εξίσου τιμωρητικό και εκδικητικό και να πέσει κι αυτό έξω, τινάζοντας όμως στον αέρα όχι μόνο την Ισπανία, αλλά ολόκληρη την Ευρωζώνη. Ή μήπως θα γίνει κάτι διαφορετικό;

Ποια μπορεί να είναι η κατάληξη της άμαξας όταν η τρόικα δεν είναι πια τρόικα, αλλά τρία ανεξέλεγκτα αφηνιασμένα άλογα που το ένα τραβάει από εδώ, το άλλο από εκεί και, αν τα ξεζέψεις και τα βάλεις στους στάβλους τους, δεν θα φάνε το άχυρο στο παχνί, αλλά το ένα το άλλο; Τα ενδεχόμενα είναι δύο: ή η τρόικα θα ξεσπάσει σ’ έναν αφηνιασμένο καλπασμό, οδηγώντας την άμαξα, τον αμαξά και τους επιβάτες στον γκρεμό, ή απλώς θα κολλήσει, θα μείνει για πάντα στάσιμη, στη μέση μιας ρωσικής στέπας, σε μια έρημο ύφεσης και κοινωνικής καταστροφής.

Για να δώσουμε συνέχεια στην ιππική αλληγορία της τρόικας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ολόκληρη η Ευρωζώνη μοιάζει με μια ιππήλατη άμαξα που έχει απλώς χαθεί σε μια έρημο λιτότητας και κοινωνικής αναισθησίας. Τα τρία άλογα που τη σέρνουν εκ πρώτης όψεως είναι η ΕΚΤ, ως θεματοφύλακας του ευρώ, η Κομισιόν, ως οιονεί κυβέρνησή της Ε.Ε., και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ως άτυπη και διόλου αντιπροσωπευτική Βουλή της – το ίδιο το Ευρωκοινοβούλιο έχει περιοριστεί στον ρόλο του θεατή αρματοδρομιών. Επί της ουσίας, η τρόικα που σέρνει στο πουθενά την άμαξα απαρτίζεται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, βαρίδι αλλά και υποβολέα της ίδρυσης και κάθε πιθανής μεταρρύθμισης της ευρωζώνης, την πολιτική ελίτ, που διεκδικεί ανεπιτυχώς τον ρόλο του «βηματοδότη» της τρόικας, και την τεχνοκρατική ελίτ, ένα συνονθύλευμα ανθρώπων παθολογικά προσηλωμένων στα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Η γερμανική ηγεσία διεκδικεί αυτάρεσκα για τον εαυτό της τον ρόλο του αμαξά, αλλά η μόνη γνώση που κατέχει είναι να χρησιμοποιεί όσο πιο βάναυσα μπορεί τα χαλινάρια και το μαστίγιο, ερεθίζοντας τα άλογα, απορρυθμίζοντας κάθε προσπάθεια συγχρονισμού τους, οδηγώντας την άμαξα σε όλο και πιο κακοτράχαλο δρόμο και τους επιβάτες της σε βέβαιους τραυματισμούς, αν όχι και θανάτους.

Και μια και μιλάμε για Γερμανία: υπάρχει η εκδοχή πως ο Νίτσε έπεσε στην κατάθλιψη, που σταδιακά τον οδήγησε στην τρέλα και στον θάνατο, όταν αντίκρισε στο Τορίνο έναν αμαξά να χτυπά αλύπητα ένα άλογο που δυστροπούσε. Ο Νίτσε αγκάλιασε απαρηγόρητος τον λαιμό του αλόγου και αμέσως κατέρρευσε. Ο Ούγγρος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ παίρνει αφορμή αυτό το περιστατικό και στην εξαιρετική και σκοτεινή ταινία του «Το άλογο του Τορίνο» φαντάζεται τι υπέστη στη συνέχεια ο αμαξάς: το άλογο σταματάει να τρώει και να πίνει, ο αμαξάς κι η κόρη του χάνουν τον μόνο πόρο ζωής τους και σε μια αντιστροφή των 6 ημερών της βιβλικής δημιουργίας, σε 6 μέρες προς την καταστροφή, την τελευταία μέρα χάνεται το φως. Ο ήλιος δεν ανέτειλε. Αναρωτιέται κανείς αν η Ευρώπη, η κατά τεκμήριον ήπειρος του φωτός, έχει επιλέξει έναν ανάλογο αφηνιασμένο καλπασμό προς το σκοτάδι.

 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

…Ο κόσμος έχει εξευτελιστεί. Οπότε, δεν έχει σημασία τι λέω εγώ, γιατί όλα όσα έχουν αποκτήσει οι άνθρωποι έχουν εξευτελιστεί. Και, αφού τα απέκτησαν όλα με μια ύπουλη, υπόγεια μάχη, τα έχουν εξευτελίσει όλα. Γιατί, ό,τι αγγίζουν, και αγγίζουν τα πάντα, το έχουν εξευτελίσει. Έτσι ήταν μέχρι την τελική νίκη. Μέχρι το θριαμβευτικό τέλος. Απόκτησε, εξευτέλισε. Εξευτέλισε, απόκτησε. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, αν θες: Να αγγίζεις, να εξευτελίζεις και άρα να αποκτάς. Ή να αγγίζεις, να αποκτάς και άρα να εξευτελίζεις. Έτσι γίνεται αιώνες τώρα. Συνεχώς. Αυτό και μόνο αυτό γινόταν, πότε ύπουλα, πότε αγενώς, πότε ήπια πότε βάναυσα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, συνεχώς. Ωστόσο, μόνο προς μια κατεύθυνση. Όπως ο αρουραίος που επιτίθεται από ενέδρα. Γιατί γι’ αυτή την τέλεια νίκη τους ήταν επίσης σημαντικό ότι η άλλη πλευρά, η οποία αποτελεί ό,τι υπέροχο, σπουδαίο και ευγενικό, δεν θα εμπλεκόταν σε κανενός είδους μάχη, ότι δεν θα ’πρεπε να υπάρξει κανενός είδους πάλη. Παρά μόνο η ξαφνική εξαφάνιση της άλλης πλευράς, εννοώντας την εξαφάνιση κάθε τι έξοχου, σπουδαίου, ευγενούς. Ώστε, ως τώρα, αυτοί οι αποφασιστικοί νικητές, που επιτίθενται από ενέδρα, να κυβερνούν τον κόσμο. Και να μην υπάρχει ούτε μια μικρή γωνίτσα όπου να μπορείς να κρύψεις κάτι από αυτούς. Γιατί σε ό,τι μπορούν να απλώσουν το χέρι το κάνουν δικό τους. Ακόμα και πράγματα που νομίζουμε ότι δεν μπορούν να τα φτάσουν... τα φτάνουν... Γιατί ο ουρανός είναι κιόλας δικός τους, κι όλα τα όνειρά μας. Δική τους είναι η στιγμή, η φύση. Και η απέραντη σιωπή. Ακόμα και η αθανασία είναι δική τους, καταλαβαίνεις; Όλα, όλα έχουν χαθεί για πάντα!

Béla Tarr, László Krasznahorkai, «Το άλογο του Τορίνο»





Monday, July 23, 2012

Sweet thirteen


(Από τη στήλη "Γράμματα στην κόρη μου", περιοδικό ΜΟΝΟ 11, 29/6/2011) 

Αγαπημένη μου Βέρα,

Την ώρα που ΔΕΝ θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, θα έχεις κιόλας διαβεί το κατώφλι των δεκατριών ετών. Δέξου ετεροχρονισμένες και τις γραπτές ευχές μου. Αυτές που αποφεύγονται ή δεν συνηθίζονται στις προφορικές: να είσαι πολύχρωμη, πολύτροπη, πολύφωνη, πολυτάλαντη, ανεκτική, γενναιόδωρη, ήρεμη, μαχητική, δίκαιη, διαλλακτική, συμπονετική, αλληλέγγυα, συναισθηματική, οραματίστρια, επινοητική, αισιόδοξη, κοινωνική, πρόθυμη, δοτική. Να ΜΗΝ είσαι εγωπαθής, μωροφιλόδοξη, μισάνθρωπη, αδιάφορη, ανταγωνιστική, ατομίστρια, άδικη, αναίσθητη, υποχωρητική, φοβισμένη, ακοινώνητη, μονόχνωτη, μονοδιάστατη, απρόθυμη, οξύθυμη, αδιάλλακτη, άπονη, εμμονική, άφιλη.

Να είσαι, επίσης, ευτυχισμένη, όχι με τον τρόπο που μετρούν την ευτυχία οι διεθνείς οργανισμοί, καταμετρώντας τα αγαθά που έχει στην κατοχή του ο μέσος άνθρωπος. Αλλά ευτυχισμένη για τον πλούτο των εμπειριών και των συγκινήσεων που σου δίνει η ζωή, για τους πολλούς φίλους που σε περιβάλλουν και σ’ αγαπούν, για τα πρόσωπα που κι εσύ αγαπάς, για το πλήθος των ανθρώπων που θα τους συμπαρασταθείς στις δύσκολες στιγμές τους και για το ανάλογο πλήθος ανθρώπων που θα σταθούν πλάι σου, στις δικές σου δύσκολες στιγμές.

Σου εύχομαι ακόμη, αγαπημένη μου Βέρα, να είσαι πλούσια. Αλλά, πάλι με τρόπο πολύ διαφορετικό από το πώς μετρούν τον πλούτο οι οικονομέτρες της δυστυχίας. Να είσαι πλούσια όχι με τον εγωισμό που προϋποθέτει πως για κάθε αγαθό που αποκτάς πρέπει να αποκλείσεις έναν άλλο από την απόκτησή του. Να είσαι πλούσια όχι ως άπληστο ανθρωποειδές που αρνείται να μοιραστεί με τον διπλανό του αυτό που, στο κάτω κάτω, δεν ανήκει σε κανένα. Όχι ως σφετερίστρια, αλλά ως ισότιμος χρήστης της πανανθρώπινης περιουσίας: της γήινης φύσης και των προϊόντων της ανθρώπινης επινοητικότητας. Αυτός ο πλανήτης, που τόσο άνισα είναι σπαρμένος με πλούτο και φτώχεια, φτάνει να μας θρέψει όλους.

Επίσης, Βέρα μου, σου εύχομαι να ζήσεις σε μια καλύτερη χώρα. Δεν εννοώ να μεταναστεύσεις. Σου εύχομαι να ζήσεις για πάντα σ’ αυτή τη χώρα και να την αλλάξεις πριν σε αλλάξει. Να την απαλλάξεις από τα τρωκτικά που την εξουσιάζουν, από τα εγωιστικά καθίκια που ροκανίζουν τον φυσικό και ανθρώπινο πλούτο της, από τους χρυσοκάνθαρους που καταστρέφουν την ομορφιά της. Να την απαλλάξεις, κι εσύ κι όλη η θυμωμένη γενιά σου, από τον φόβο και τους φοβισμένους, από την απληστία και τους άπληστους, από τους μισάνθρωπους και τους κρυπτοφασίστες. Από τα τζάκια και τους απαλλοτριωτές του κοινού μας πλούτου, από τους τοκογλύφους και τους υποκριτές εταίρους. Από την ιδεολογική πλάνη, την πολιτική απάτη και την κοινωνική απειλή.

Σου εύχομαι, αγαπημένη μου Βέρα, να ζήσεις σε μιαν άλλη Ευρώπη, μια ήπειρο που δεν θα ξαναγεννήσει Χίτλερ και ολοκαυτώματα, που δεν θα ξανακλωσήσει αυγά φιδιού στη θερμοκοιτίδα του χρέους και της οικονομικής καταστροφής, που δεν θα κρυφογελάει με λαϊκούς αντιήρωες τύπου Κασιδιάρη, αλλά θα τους κόβει τον άερα πριν τον πάρουν. Σου εύχομαι να ζήσεις τα εικοστά τρίτα σου γενέθλια ανάμεσα σε φίλους στην Ιρλανδία, τα τριακοστά τρίτα φιλοξενούμενη από μια φιλική οικογένεια στη Μόσχα και στα τεσσαρακοστά τρίτα οι φίλοι σου από την Πορτογαλία να ανταποδίδουν σε σένα και στα παιδιά σου τη φιλοξενία που τους παρείχες εσύ, στην Ελλάδα. Σου εύχομαι να ζήσεις σε μια Ευρώπη ανοικτή σε Αφρικανούς φίλους και Ασιάτες κατατρεγμένους.

Το πρόβλημα με τις ευχές, Βέρα μου, είναι πως δεν έχουν κανένα κόστος. Το ιδεώδες θα ήταν να έχουν υλική δύναμη. Να μπορώ να στις αμπαλάρω σε ένα πολύχρωμο κουτί κι εσύ, κάθε φορά να βγάζεις μία ευχή και αυτοστιγμεί να υλοποιείται. Ξέρουμε κι οι δυο πως αυτό δεν γίνεται. Κι έχεις κάθε δίκιο τώρα, στα γλυκά σου δεκατρία χρόνια, να ακούς βαριεστημένα και καχύποπτα κάθε ευχή ή συμβουλή βγαίνει από το στόμα του πρεσβύωπα πατέρα σου. Ξέχνα, λοιπόν, όλες τις υπόλοιπες φλύαρες, βαρετές ευχές. Σου εύχομαι το εξής απλό: οι σπίθες θυμού, καμιά φορά και μίσους, που εκπέμπουν τα μάτια σου κάθε φορά που εμείς, οι φορτικοί γονείς σου σε πρεσάρουμε (για τα γνωστά: διάβασμα, συμπεριφορά κλπ) να γίνουν φλόγες. Φλόγες που θα κάψουν κάθε πηγή ασχήμιας, καταπίεσης και δυστυχίας, που θα φωτίσουν έναν άλλο κόσμο. Κι ας καψαλιστούμε λίγο κι εμείς, οι γονείς, του ’60 οι εκδρομείς. Ίσως και να μας αξίζει λίγο.

Υ.Γ. Νομίζω, Βέρα μου, πως ξέχασα μια ευχή. Ίσως την πιο σημαντική σ’ αυτή τη νέα φάση της ζωής σου. Να είσαι πάντα ερωτευμένη. Να ερωτευτείς από τα βάθη της ψυχής σου και να σ’ το ανταποδώσουν εξίσου. Σε βλέπω έτοιμη να θυμώσεις μ’ αυτή την ευχή. Κράτα τον θυμό σου. Αργότερα θα καταλάβεις…







Saturday, July 21, 2012

Πώς διαλύεται τ' ατσάλι




Τις δεκαετίες που κράτησε η λάμψη της Οκτωβριανής Επανάστασης και του σοβιετικού πειράματος, πολλές γενιές αριστερών γοητεύτηκαν από το ευαγγέλιο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι», του Νικολάι Οστρόφσκι. Ο τίτλος αυτού του αυτοβιογραφικού βιβλίου απέκτησε απροσδόκητη επικαιρότητα λόγω της πολύμηνης απεργίας στην Ελληνική Χαλυβουργία. Αλλά κυρίως χάρη σε μια παρεξήγηση: το «ατσάλι» του Οστρόφσκι ελάχιστη σχέση έχει με το ατσάλι της χαλυβουργίας. Αν και «προλεταριακό έπος», το βιβλίο δεν αφηγείται την ιστορία κάποιου χαλυβουργού, αλλά τα βιώματα του Ουκρανού συγγραφέα που δούλεψε σε κουζίνα σιδηροδρομικού σταθμού, σαν θερμαστής, σαν ηλεκτρολόγος, αλλά περισσότερο σαν στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού, στα χρόνια της επανάστασης και της εδραίωσης του σοβιετικού καθεστώτος. Η σχέση με τον χάλυβα εξαντλείται στις ατσάλινες δοκούς που έστρωναν οι εθελοντές κομσομόλοι στις σιδηροδρομικές γραμμές. Ενδεχομένως να επεκτείνεται και στην ατσάλινη θέλησή τους. Και στη θέληση του ίδιου του συγγραφέα που, αν και σχεδόν καθολικά ανάπηρος, κατάφερε να τελειώσει και να δει να εκδίδεται το θρυλικό του μυθιστόρημα.

Παρά την παρεξήγηση, ελάχιστα δημοσιεύματα για την περιπέτεια της «Χαλυβουργίας» απέφυγαν τον πειρασμό να «παίξουν» με τον τίτλο του βιβλίου, υπονοώντας ότι σε αυτό περιγράφονται άθλοι και πάθη μεταλλουργών. Αν κάποιος, όμως, ήθελε να ενισχύσει το συμβολικό βάρος αυτού του αγώνα, ίσως θα ήταν χρησιμότερο να ανατρέξει στη «Ζούγκλα» του Άπτον Σίνκλερ, ή στην τριλογία «USA» του Τζον Ντος Πάσος. Θα χρειαζόταν, δηλαδή, σύνδεση με έναν καπιταλιστικό κι όχι ένα σοσιαλιστικό έπος σαν του Οστρόφσκι.

Διότι στη «Χαλυβουργία», όπως και σε όλες τις χαλυβουργίες και στις λοιπές μεταλλουργίες, στις βιομηχανίες, στις ελαιουργίες, στις κλωστοϋφαντουργίες, στα φασονάδικα, στα γιαπιά και στα εργοτάξια, στις εμπορικές αλυσίδες, ακόμη και στα μικρά ντελιβεράδικα αυτής της χώρας γράφεται η ιστορία της παραγωγικής μας παρακμής. Και δεν γράφεται τώρα, στην κορύφωση της μνημονιακής ύφεσης. Γράφεται εδώ και πολλά χρόνια. Δεν γράφεται μόνο στις υψηλές θερμοκρασίες των 1.500 βαθμών τήξης του σιδήρου που συντίθεται με τον άνθρακα, το μαγγάνιο, το πυρίτιο κι άλλα στοιχεία για να γίνει το ανθεκτικό μέταλλο που στηρίζει τα σπίτια μας και δεν επιτρέπει να στομώσουν τα κοφτερά μαχαίρια μας. Η ιστορία της βιομηχανικής μας παρακμής γράφεται και στις μέσες θερμοκρασίες των 20 και πλέον βαθμών Κελσίου, που κάνουν την Ελλάδα χώρο ιδεώδη για να ζει κανείς.

Η επιχειρηματική ελίτ καταφεύγει συχνά σε βολικά άλλοθι για να ερμηνεύσει αυτή την παρακμή, την παράδοξη τροχιά από το αναπτυξιακό «θαύμα» των δύο προηγούμενων δεκαετιών στην ασθμαίνουσα προσπάθεια επιβίωσης σήμερα. «Φταίνε τα συνδικάτα, φταίει το ΠΑΜΕ που διώχνουν τις επενδύσεις και κλείνουν τις επιχειρήσεις». Υπάρχουν δυο τρεις εμβληματικές περιπτώσεις -η Χαλυβουργία σήμερα, η Pirelli και η Goodyear παλιότερα- που περιφέρονται ως απόδειξη διά του λόγου το αληθές. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ίχνος συνδικάτου ή ΠΑΜΕ στις εκατοντάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν κλείσει ή εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους στις βιομηχανικές ζώνες και τα κουφάρια τους χάσκουν σήμερα άδεια, μνημεία αρπαχτής ή ανικανότητας. Καθένα τους είναι συνδεδεμένο με γενναιόδωρες επιδοτήσεις και αναπτυξιακά κίνητρα που απολάμβαναν για χρόνια οι ιδιοκτήτες τους, πριν αποφασίσουν να μετακομίσουν στα Βαλκάνια για τα φθηνότερα μεροκάματα ή απλώς να κλείσουν γιατί αποφάσισαν να γίνουν ραντιέρηδες, να κρύψουν σε ποικιλώνυμες offshore ό,τι μετέτρεψαν σε προσωπική περιουσία. Δεν υπάρχει ούτε το «μαξιμαλιστικό ΠΑΜΕ» ούτε οποιασδήποτε απόχρωσης «ρεφορμιστικό συνδικάτο» πίσω από τις 1,3 εκατομμύρια χαμένες θέσεις εργασίας που δημιουργούν το ιστορικό ρεκόρ ανεργίας. Άλλωστε, η Ελλάδα είναι χώρα με χαρακτηριστικά ανίσχυρα στον ιδιωτικό τομέα συνδικάτα. Η ΓΣΕΕ είναι μια κατ’ εξοχήν συνομοσπονδία των ΔΕΚΟ. Ακόμη και στη διάρκεια του μνημονιακού ρεκόρ απεργιών, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σπανίως υπερέβαινε το 20%.

Αντιθέτως, η Ελλάδα είναι μια χώρα με παραδοσιακά ισχυρότατη επιρροή των επιχειρηματιών και των ενώσεών τους στις πολιτικές αποφάσεις (την ξεχάσαμε τη «διαπλοκή»;) και, διόλου τυχαία, ορισμένες από αυτές «καρφώθηκαν», ακόμη και από το βήμα της Βουλής, ως εισηγητές και υποβολείς της «εσωτερικής υποτίμησης» που επιβλήθηκε στο μνημόνιο. Αυτή η «εσωτερική υποτίμηση», φορτωμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στους μισθούς και στο κόστος της εργασίας, βρίσκεται στον πυρήνα του φαύλου κύκλου ύφεσης-παραγωγικής κατάρρευσης- δημοσιονομικής εκτροπής.

Να πώς διαλύεται τ’ ατσάλι στην Ελλάδα του μνημονίου και της επιχειρηματικής ανεμελιάς. Με την ίδια απληστία που δενόταν τις προηγούμενες δεκαετίες, χωρίς καμιά στρατηγική φιλοδοξία, με το βλέμμα προσηλωμένο στο βραχυπρόθεσμο κέρδος. Παρ’ ότι η «βαριά βιομηχανία» στην Ελλάδα ηχεί πια ως ευφημισμός, η μεταλλουργία και ειδικά η χαλυβουργία υπήρξε κυριολεκτικά τέτοια από τη δεκαετία του 1960 και μετά, αλλά πολύ περισσότερο την τελευταία εικοσαετία. Η ανάπτυξη της χαλυβουργικής αγοράς, που την τελευταία εικοσαετία τριπλασίασε την παραγωγική της δυνατότητα, στηρίχτηκε κυρίως στην Ελλάδα της αντιπαροχής, της φούσκας των ακινήτων, αλλά και των μεγάλων έργων, ιδιαίτερα την περίοδο της φαραωνικής ολυμπιακής προετοιμασίας που αποδείχθηκε άλλη μια φλέβα χρυσού για τον κλάδο. Ωστόσο, το κέντρο βάρους του ήταν πάντα η σταθερή δίψα για σκυρόδεμα, για τις μπετόβεργες που διασχίζουν τους σκελετούς των ιδιόκτητων καταφυγίων των νεοελλήνων. Η ισχυρή εσωτερική ζήτηση και ο διαρκώς αυξανόμενος όγκος οικοδομικής δραστηριότητας επέτρεψαν και τη λειτουργία ενός ιδιότυπου καρτέλ τιμών που είχε σχεδόν αυτονομηθεί από τις διακυμάνσεις της διεθνούς αγοράς και, αν και καταγγέλθηκε (χαρακτηριστική η περίπτωση του επί πολλούς μήνες του 2009 απεργού πείνας επιχειρηματία Θ. Τενέζου έξω από τα γραφεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που πνίγηκε σε μια συνωμοσία σιωπής), ουδέποτε ελέγχθηκε επί της ουσίας.

Όταν με τα πρώτα σημάδια της ύφεσης, ιδιαίτερα μετά την επιβολή του μνημονίου, η εσωτερική ζήτηση πάγωσε και η οικοδομική αγορά κατέρρευσε, ήταν μάλλον αργά ο κλάδος να βρει έναν αξιοπρεπή βηματισμό στις εξαγωγές. Πολύ περισσότερο που «δεν είχε μάθει» να παρακολουθεί τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών χάλυβα, τον διεθνή ανταγωνισμό και τα σκαμπανεβάσματα της ζήτησης. Ύστερα οι επιχειρηματίες του κλάδου «ανακάλυψαν τον τροχό»: το μισθολογικό κόστος, το πλεονάζον εργατικό δυναμικό, τις «ανελαστικές» εργασιακές σχέσεις και τα συνδικάτα, δίνοντας έναν χαρακτήρα «ταξικής βεντέτας» στις λιγοστές, ελάχιστες αναμετρήσεις μαζί τους, όπως στη «Χαλυβουργία». Τι κρίμα που το ίδιο ακριβώς σκέπτονται ταυτόχρονα οι επιχειρηματίες σχεδόν όλων των κλάδων, σχεδόν όλης της Ευρώπης, συντρίβοντας μέσω απολύσεων και μισθολογικών περικοπών τις αγορές στις οποίες θέλουν να πωλούν τα προϊόντα τους.

Αλλά, ακόμη χειρότερα, το ίδιο σκέπτονται και οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης, που ξέχασαν ακόμη κι αυτή τη μακρινή καταγωγή της ιδέας της ενοποίησης από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, την ΕΚΑΧ, πριν από 62 χρόνια. Ο χάλυβας συμβολικά αποτέλεσε την «πρώτη ύλη» της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε μια βάση αλληλεγγύης και όχι κανιβαλικού ανταγωνισμού μισθών, τιμών ή δασμών. Στη διά χειρός Σουμάν διακήρυξη της 9ης Μαΐου 1950, που η ευρωπαϊκή ελίτ υποκριτικά έχει ορίσει ως ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ε.Ε., αναφέρεται ότι «η κοινή διαχείριση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα θα θεμελιώσει αμέσως μια κοινή βάση οικονομικής ανάπτυξης, πρώτο στάδιο της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, και θα αλλάξει το πεπρωμένο αυτών των περιοχών που από καιρό ασχολούνται με την κατασκευή πολεμικών όπλων και των οποίων είναι σε μόνιμη βάση τα θύματα…». Και ορίζεται, μεταξύ άλλων, ως στόχος «η εξίσωση προς το καλύτερο του βιοτικού επιπέδου του εργατικού δυναμικού αυτών των βιομηχανιών».

Πόσο μεγάλη είναι η απόσταση που έχει διανυθεί από την ΕΚΑΧ μέχρι την Ευρωζώνη του ανταγωνισμού σε πολιτικές λιτότητας και του μισθολογικού ντάμπινγκ. Και πόσο αυτοπαγιδευμένες είναι οι επιχειρηματικές ελίτ που νομίζουν πως θα διασωθούν αν συμπεριφέρονται ως θλιβερές μικρογραφίες της Μέρκελ σκιαμαχώντας με τα ισχνά συνδικάτα, όπως η καγκελάριος με τις ανεπίδεκτες δημοσιονομικής πειθαρχίας κυβερνήσεις. Να πώς διαλύεται τ’ ατσάλι και της Ελλάδας και της Ευρώπης.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Με την κοινή διαχείριση των βασικών προϊόντων και τη θέσπιση νέας Ανώτατης Αρχής, οι αποφάσεις της οποίας θα δεσμεύουν τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις χώρες που θα προσχωρήσουν σε αυτή την κοινότητα (σ.σ. την ΕΚΑΧ), η πρόταση αυτή θα θέσει τις βάσεις για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, απαραίτητη για τη διατήρηση της ειρήνης… Η αποστολή που ανατίθεται στην κοινή Ανώτατη Αρχή είναι να εξασφαλίσει το συντομότερο δυνατό: τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και τη βελτίωση της ποιότητάς της. Τον εφοδιασμό, κάτω από τους ίδιους όρους, με άνθρακα και χάλυβα της γαλλικής και της γερμανικής αγοράς καθώς και των αγορών των χωρών που θα προσχωρήσουν στην κοινότητα. Την ανάπτυξη κοινών εξαγωγών προς τις άλλες χώρες. Την εξίσωση προς το καλύτερο του βιοτικού επιπέδου του εργατικού δυναμικού αυτών των βιομηχανιών… Αντίθετα από ένα διεθνές καρτέλ που τείνει να κατανέμει και να εκμεταλλεύεται τις εθνικές αγορές με περιοριστικές πρακτικές, διατηρώντας υψηλή κερδοφορία, η προβλεπόμενη οργάνωση θα εξασφαλίσει τη συγχώνευση των αγορών και την εξάπλωση της παραγωγής.

Ρομπέρ Σουμάν (Γάλλος υπουργός Εξωτερικών), «Η Διακήρυξη της 9ης Μαΐου 1950»





Saturday, July 14, 2012

Public private

(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", Επενδυτής 14/7/2012)

Ο αγαπημένος μύθος των φιλελεύθερων είναι πως η Ελλάδα είναι η τελευταία σοβιετική δημοκρατία στην Ευρώπη. Ο μύθος υπονοεί πως το κράτος ελέγχει ιδιοκτησιακά ή με άλλους έμμεσους τρόπους τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας. Και, επομένως, λειτουργεί ως τροχοπέδη της ιδιωτικής δραστηριότητας και άρα της όποιας αναπτυξιακής διαδικασίας.

Η κοινή γνώμη εκπαιδεύεται εδώ και δεκαετίες στις γαργαλιστικές επιμέρους αλήθειες αυτού του μύθου, που περιλαμβάνουν συνδικαλιστικές συντεχνίες οι οποίες συνδιοικούν τις κρατικές επιχειρήσεις, την ευρεία χρήση των ΔΕΚΟ ως φορέων εξυπηρέτησης της κομματικής πελατείας, τις μέτριες έως κάκιστες υπηρεσίες που προσφέρουν πολλές από αυτές τις ΔΕΚΟ. Σ’ αυτόν τον μύθο περί κράτους-σοβιετικού απολιθώματος βασίζεται και η ευκολία με την οποία η λεγόμενη αποκρατικοποίηση του παντός παρουσιάζεται ως πανάκεια για την ανακοπή της παραγωγικής παρακμής της χώρας.

Στον μύθο υπάρχει μια ιστορική παραπλάνηση. Ό,τι κρατικό παρουσιάζεται και ως δημόσιο. Πράγμα που δεν ισχύει καθόλου. Δημόσια επιχείρηση είναι εκείνη που παρέχει δημόσια αγαθά. Και δημόσιο αγαθό είναι εκείνο που παρέχεται σε όλους, με ίσους όρους, και ανεξάρτητα από τη δυνατότητα που έχουν να το πληρώσουν. Το σχολείο, τυπικά, είναι ένα τέτοιο αγαθό. Κανείς δεν υποχρεούται να πληρώσει «εισιτήριο» στην είσοδό του. Αλλά το ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρξε ποτέ δημόσιο αγαθό. Ήταν πάντα εμπόρευμα. Το παίρνεις αν έχεις και όσο έχεις να το πληρώσεις. Και, μάλιστα, ούτε καν στην ίδια τιμή. Οι «καλοί πελάτες» -η βιομηχανία, οι επιχειρήσεις- είχαν πάντα μια προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τον οικιακό καταναλωτή, που γινόταν ακούσιος χορηγός τους. Έτσι, το δημόσιο αγαθό της ενέργειας μετατρεπόταν σε κατ’ εξοχήν ιδιωτικό αγαθό και η κρατική επιχείρηση σε ιδιωτική εταιρεία.

Ο ιδιωτικός χαρακτήρας, άλλωστε, των ΔΕΚΟ έχει επικυρωθεί και τυπικά με την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο εδώ και χρόνια. Κριτήριο επιτυχίας τους δεν είναι πλέον η ικανότητά τους να παρέχουν σε όλους το δημόσιο αγαθό (ρεύμα, νερό, τηλέφωνο), αλλά η κερδοφορία τους, η χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η ζήτηση των προϊόντων τους. Κριτής τους δεν είναι ο καταναλωτής, αλλά η «αγορά». Ένα συνονθύλευμα συμφερόντων, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να κρίνει ότι είναι αποδοτικό για την κρατική - ιδιωτική επιχείρηση ακόμη και να σταματήσει να παρέχει το δημόσιο αγαθό για το οποίο προορίζεται. Μερικοί οπαδοί του «δόγματος του σοκ» το εκφράζουν πολύ αυθεντικά. Αγαπημένο τους παράδειγμα ο ΟΣΕ. Πρέπει ή να πουληθεί ή να κλείσει, λένε.

Στη νοσηρή λογική του νεοφιλελευθερισμού δεν χωρεί η έννοια του δημόσιου αγαθού ή υπηρεσίας που η παροχή τους δεν υπάγεται στενά στο ισοζύγιο προσφορά-ζήτηση, επένδυση-κέρδος. Παρακάμπτουν, βέβαια, πονηρά το «παράδοξο» ότι η υπεράνω υποψίας Γερμανία διαθέτει ένα κρατικό και δωρεάν παρεχόμενο εθνικό οδικό δίκτυο κι ένα υπό κρατικό έλεγχο πλέγμα συγκοινωνιακών φορέων που, ακόμη κι αν είναι ζημιογόνοι, η απόδοσή τους ενσωματώνεται στο γερμανικό αναπτυξιακό «θαύμα». Εδώ προστίθεται και η δεύτερη παραπλάνηση του φιλελεύθερου μύθου: ό,τι κρατικό δεν είναι δημόσιο, αλλά και ό,τι δημόσιο δεν είναι ζημιογόνο. Ή, τουλάχιστον, ακόμη κι αν είναι, η απόδοσή του δεν μετριέται με τους τυπικούς όρους επιχειρηματικότητας. Αν ήταν έτσι, το κράτος θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί προ πολλού από την επένδυση στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ασφάλεια.

Το κράτος και οι επιχειρήσεις του έχουν προσχωρήσει εδώ και πολλά χρόνια σ’ αυτή τη φιλελεύθερη πλάνη. Η διάκριση κρατικής και ιδιωτικής επιχείρησης είναι πια μόνο τυπική. Ποια είναι ακριβώς η διαφορά της τυπικά κρατικής ΕΥΔΑΠ και του τυπικά ιδιωτικού ΟΤΕ; Και οι δύο παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες που αντιστοιχούν στον ορισμό του δημόσιου. Οι υδατικοί πόροι, τα ραδιοκύματα, τα ενσύρματα και ασύρματα δίκτυα δεν νοούνται ως αντικείμενα ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και οι δύο τα παρέχουν με ιδιωτικά κριτήρια. Ως εμπορεύματα.

Ποια είναι, επίσης, η διαφορά μεταξύ του κρατικού ΟΣΕ και των ιδιωτικών ΚΤΕΛ; Και ο μεν και τα δε ικανοποιούν μια δημόσια ανάγκη έναντι τιμήματος. Το να επιχειρείς να αποδείξεις την ανωτερότητα της αμιγώς ιδιωτικής διαχείρισης έναντι της τυπικά κρατικής με κριτήριο την κερδοφορία τους είναι τουλάχιστον αφέλεια. Σε περιόδους καταστροφικής ύφεσης όπως η παρούσα, ζημιογόνα μπορεί να είναι και τα ιδιωτικά ΚΤΕΛ ή οι ιδιωτικές αεροπορικές και ακτοπλοϊκές εταιρείες. Έτσι ισχυρίζονται, τουλάχιστον. Εκτός αν ψεύδονται.

Ποια είναι, τέλος, η διαφορά μεταξύ της «κρατικού ενδιαφέροντος» Εθνικής ή της τυπικά κρατικής Αγροτικής, με τις αμιγώς ιδιωτικές τράπεζες; Καμιά δεν δανείζει τζάμπα χρήμα, καμιά δεν αποταμιεύει χωρίς κάποιο ελάχιστο επιτόκιο. Ίσα ίσα, και οι κρατικές και οι ιδιωτικές τράπεζες παρασιτούσαν για χρόνια χάρη στο θηριώδες spread μεταξύ χορηγικού και καταθετικού επιτοκίου, για να βρεθούν σήμερα, σε συνθήκες αβυσσαλέας ύφεσης, να επαιτούν αποταμιεύσεις, ενώ ταυτόχρονα έχουν κλείσει εντελώς τη στρόφιγγα του δανεισμού. Το τυπικά δημόσιο αγαθό χρήμα καθίσταται αμιγώς ιδιωτικό. Παρέχεται μόνο σ’ αυτούς που ήδη το κατέχουν και μάλιστα ευθέως ανάλογα με την ποσότητα που κατέχουν.

Ο ουσιαστικά ιδιωτικός χαρακτήρας των κρατικών επιχειρήσεων, άλλωστε, αναδεικνύεται και από την προϊστορία τους. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά πολύ περισσότερο μετά τον πόλεμο, το ανάπηρο ελληνικό κράτος συνεπικουρούμενο (με το αζημίωτο) από τους ξένους «χορηγούς» του ανέλαβε να ενοποιήσει τον εγχώριο οικονομικό χώρο σε μια μεγάλη, εθνική καπιταλιστική αγορά. Οι ελληνικές ΔΕΚΟ -ο ΟΣΕ, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, οι εταιρείες ύδρευσης- δημιουργήθηκαν για να καλύψουν την αδυναμία των δεκάδων, ακόμη και εκατοντάδων, ιδιωτικών εταιρειών να δημιουργήσουν μια ενιαία αγορά για κάθε δημόσιο αγαθό ή υπηρεσία. Στην ουσία ήταν το κράτος που οργάνωσε κάθε αυτονόητη σήμερα κοινωνική ανάγκη, κάθε δημόσιο αγαθό ή υπηρεσία, σε μια μεγάλη καπιταλιστική αγορά εμπορευμάτων. Έστω κι αν χρειάστηκε να κρατικοποιήσει τις πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις που απειλούνταν με χρεοκοπία ή με παρακμή λόγω των τεράστιων αποκλίσεων στις τιμές κάθε αγαθού. Κι ήταν το ίδιο το κράτος κι η επιχειρηματικότητά του που χρηματοδότησε εις είδος, σε φθηνά δημόσια αγαθά, τη μεγάλη ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Εμβληματικό παράδειγμα η ΠΕΣΙΝΕ. Επί δεκαετίες είχε εξασφαλίσει ρεύμα σε τιμή κάτω του κόστους. Μόλις το 2003, η πολύχρονη «χορηγία» των εκατοντάδων δισ. «αποζημιώθηκε» με 3,5 δισ. δραχμές. 10 εκατ. ευρώ… Τζάμπα πράγμα.

Όπως, λοιπόν, δεν υπάρχουν πια δημόσια αγαθά, έτσι δεν υπήρξαν επί της ουσίας και δημόσιες επιχειρήσεις. Οι κατ’ ευφημισμόν ΔΕΚΟ ήταν ουσιαστικά μια ερμαφρόδιτη, public-private επιχειρηματικότητα, δημόσια στη χρηματοδότησή της, ιδιωτική στην άσκηση και την κατανάλωσή της. Σ’ αυτόν τον ερμαφροδιτισμό βασίστηκαν, άλλωστε, κι όλες οι αναπηρίες -κομματική πελατεία, εκμαυλισμός, παρασιτισμός- που τις έχουν καταστήσει απεχθείς στην κοινή γνώμη.

Έστω κι έτσι, όμως, η κρατική-ιδιωτική επιχειρηματικότητα απέδωσε σχεδόν πέντε δεκαετίες αδιάλειπτης ανάπτυξης. Οι ακραιφνείς οπαδοί του σλόγκαν «όλα για πούλημα», που επικαλούνται τον «ηθικό κίνδυνο» της διατήρησης ζημιογόνων ΔΕΚΟ, θα πρέπει να απαντήσουν σε μερικά ερωτήματα, συμβατά με τη φιλελεύθερη φιλοσοφία τους: τι αναπτυξιακό αποτύπωμα θα αφήσει η πώληση των ΔΕΚΟ και η κατάθεση του τιμήματος στο ταμείο των δανειστών; Τι θα αντικαταστήσει την αναπτυξιακή δαπάνη, από την οποία βίαια θα αποσυρθεί το κράτος; Ποιος ιδιώτης θα δεσμευτεί ότι θα εξακολουθήσει να παρέχει τα -έστω εμπορευματοποιημένα- δημόσια αγαθά; Ποιος θα εγγυηθεί ότι η Ελλάδα μιας ιδιωτικής ΔΕΗ δεν θα βυθιστεί σ’ ένα μπλακ άουτ τύπου Καλιφόρνια κι ότι η σιδηροδρομική «επικράτεια» της χώρας δεν θα συρρικνωθεί στα προ Βαλκανικών πολέμων σύνορα; Ή μήπως δεν τους χαλάει και πολύ αυτό;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

…Το κεφάλαιο δεν μπορεί από την ίδια του τη φύση να παράγει παρά εμπορεύματα, ενώ η κοινωνία ρέπει προς την κατανάλωση δημόσιων αγαθών, τα οποία αν και εμπορευματοποιούνται με τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν παρουσιάζουν ικανοποιητικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία της κρίσης και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή «κρίση υποκατανάλωσης» που για να υπερπηδηθεί θα αρκούσε μια δικαιότερη κατανομή εισοδημάτων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ο ακραίος, ύστερος καπιταλισμός μπήκε εδώ και καιρό στην παρασιτική φάση του. Ο θεμελιώδης όρος διαιώνισής του είναι η ανοικτή βία που ασκεί στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, την οποία η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, όσους ευφημισμούς και να εφεύρει («εκσυγχρονισμός», «ευελιξία», «διά βίου μάθηση», «μεταρρύθμιση» κ.λπ.) δεν μπορεί πια να συσκοτίζει. Δεν υπάρχουν ευφημισμοί για τους ανέργους, τους φτωχούς, τους αστέγους… για μια ολόκληρη ανθρωπότητα που εξαθλιώνεται και ματαιώνεται κοινωνικά.


Σταύρου Τομπάζη, «Φυγόκεντροι καιροί: Η παγκόσμια οικονομική κρίση 2007, 2008, 2009…»







Saturday, July 7, 2012

Μέσες άκρες


(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", Επενδυτής 7/7/2012)

Απεχθάνομαι τα μεσαία πράγματα και τις μεσαίες καταστάσεις, κι εδώ και μερικές μέρες έχω επιπλέον λόγους. Δεν βρίσκομαι απλώς στο κατώφλι της μέσης ηλικίας, αλλά βαδίζω επικίνδυνα προς τον σκληρό πυρήνα της. Φίφτι σάμθινκ προς το φίφτι φεύγα, που λέμε και ελληνιστί. Δεν λέω πως με χτυπάει κατάστηθα κρίση μέσης ηλικίας, μάλλον την έχω ήδη περάσει, αλλά με ενοχλεί που όλο και περισσότερο πρέπει να ανέχομαι μεσαίες καταστάσεις: μέσες οδούς, μέσες λύσεις, μεσημέρια, μεσάνυχτα, μεσαίους χώρους, Μεσσήνιους νυμφίους που ερχομένους εν τω μέσω της νυκτός, μεσήλικες μεσοαστούς, μεσουρανούντες αστέρες της πολιτικής και της τέχνης, μεσοβέζικες καταστάσεις, περιόδους μεσοβασιλείας, πολυκατοικίες με μεσοτοιχίες, μεσίτες της ελπίδας, μεσολαβητές της εξουσίας, μεσάζοντες της οικονομίας, μεσόφωνους τραγουδιστές, δυσοίωνες προσομοιώσεις μεσοπολέμου, μεσοπρόθεσμα προγράμματα, μεσίστιες σημαίες. Γενικώς μια ζωή μέσες άκρες.


Κι αυτό, παρ’ όλο που τα δεδομένα μας ωθούν κυρίως στις άκρες, στα άκρα και στα όρια. Η Ελλάδα, έχοντας περάσει μια μακρά περίοδο μεσοβασιλείας όπου μεσουράνησε οτιδήποτε μεσαίο- η μεσαία τάξη, τα μεσαία στρώματα, ο μεσαίος πολιτικός χώρος- κι αποτέλεσε πρότυπο Μεσαιοχώρας, σήμερα εξωθείται με κάθε τρόπο στα άκρα. Βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού, μια δρασκελιά από τη χρεοκοπία, ένα βήμα από την έξοδο από την ευρωζώνη, μια ανάσα από την επιστροφή στη δραχμή, μια τρίχα από τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή της μετα-ψυχροπολεμικής Ευρώπης. Αυτή η ακραία κατάσταση χρησιμοποιήθηκε, άλλωστε, προεκλογικά ως το βασικό επιχείρημα για να πειστεί ο μέσος πολίτης ότι η διαχείρισή της απαιτεί μέσες και όχι ακραίες λύσεις. Αναδιαπραγμάτευση κι όχι καταγγελία του Μνημονίου, μεσολάβηση και όχι σύγκρουση. Μια μεσοβέζικη πολιτική, υποτίθεται, θα μας απομάκρυνε από την άκρη του γκρεμού. Και ο μέσος πολίτης, αυτός ο ιδεατός φορέας του μέσου νου, εξ ορισμού ακροφοβικός, στριμώχθηκε στη μέση οδό. Φευ, τρεις εβδομάδες μετά η μέση οδός αποδείχθηκε απελπιστικά στενή, βραχεία και με κατάληξη το άκρο που θέλαμε να αποφύγουμε. Ουδεμία σχέση με τη Μέση Οδό, τη λαμπρή βυζαντινή λεωφόρο που έκοβε στα δυο την Κωνσταντινούπουλη διασχίζοντας όλα τα φόρα, τις αγορές της. Η δική μας μέση οδός οδηγεί στον δια παντός αποκλεισμό από κάθε αγορά. Είναι λιγότερο οδός και περισσότερο αγωγός αποχέτευσης.


Προφανώς, οι πιστωτές μας είναι άνθρωποι των άκρων. Μπορεί να ισχυρίζονται πως λατρεύουν τον Αριστοτέλη, ότι είναι αυθεντικοί συνεχιστές της φιλοσοφίας τους και να ομνύουν στο ιδεώδες της «μεσότητός» του, αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν τις ακρότητες. Δεν τους αρέσουν οι μέσες λύσεις, οι μεσολαβήσεις, οι επαναδιαπραγματεύσεις, δεν έχουν καμιά διάθεση να διανύσουν ούτε καν το μισό της απόστασης ανάμεσα στο ακραία αποτυχημένο Μνημόνιο και μια πιο «μέση» εκδοχή του. Τα θέλουν όλα ή τίποτα. Για λόγους «παιδαγωγικούς» ή γιατί τους είναι αδιάφορη η κατάρρευση ενός κράτους και μιας κοινωνίας παραμένουν πιστοί στην ακραία φιλοσοφία της «θεραπείας»: η εσωτερική υποτίμηση πρέπει να φτάσει μέχρι τον πάτο, αδιάφορο πόσοι άνθρωποι θα καταστραφούν οικονομικά, κοινωνικά, ανθρωπολογικά. Το κράτος πρέπει να απαλλαγεί από κάθε περιουσιακό στοιχείο, αδιάφορο αν θα μπορεί να εκπληρώσει στοιχειώδεις υποχρεώσεις προς τους πολίτες. Οι πιστωτές πρέπει να πληρωθούν μέχρι τελευταίου ευρώ, αδιάφορο αν η κοινωνία πρέπει να στεγνώσει από πόρους.


Το βασικό αποτέλεσμα αυτής της ακρότητας θα είναι μια ακραία ταξική πόλωση. Μια τεράστια πληβειακή μάζα κακοπληρωμένων μισθωτών σκλάβων και πτωχευμένων μικροαστών από τη μια, και μια ελάχιστη ελίτ του πλούτου, φοβισμένη για τα λάφυρα που αποκτά από τον σωρό των κοινωνικών ερειπίων, από την άλλη. Το να μπορέσεις να διευθετήσεις με πολιτική των μέσων μια κοινωνία των άκρων είναι ακροβασία καταδικασμένη σε πτώση στο κενό.


Τα συμπτώματα είναι ήδη ακραία: όχι, δεν είναι εντύπωσή μας η ανησυχητική συχνότητα των αυτοκτονιών, η έξαρση της εγκληματικότητας, το κύμα φυγής των νέων ανθρώπων σε άλλες χώρες, η ένταση της ξενοφοβίας, ο συνωστισμός των λαθρομεταναστών στις λίστες επαναπατρισμού, τα κλειστά καταστήματα, τα εγκαταλελειμένα επιχειρηματικά κουφάρια, η εικόνα ενός κρατικού μηχανισμού που λειτουργεί στο ρελαντί, δεν προχωρά ούτε μπρος ούτε πίσω, είναι κολλημένος στο μέσον του πουθενά. Ή στην άκρη του γκρεμού.


Για να λέω την αλήθεια, εγώ με τον μέσο νου της μέσης ηλικίας δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Την τελευταία πενταετία πλέον ζούμε έναν καπιταλισμό στα άκρα του. Από τη στιγμή που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ και επεκτάθηκε με ακραία ταχύτητα σε όλο τον κόσμο, αποκαλύφθηκαν οι ακραίοι δεσμοί της ελίτ του χρήματος με τους πολιτικούς τους εκπροσώπους. Αν εξαιρέσει κανείς τη ρητορική παρένθεση κριτικής στα golden boys των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και κάποιες αποσπασματικές προσπάθειες να περιοριστεί η ισχύς του εικονικού χρήματος, οι πολιτικές και τεχνοκρατικές ηγεσίες ενίσχυσαν την ακραία εξάρτηση της κοινωνίας από την τραπεζική πίστη. Τα κράτη, αντί να διαρρήξουν τον δεσμό με το πιστωτικό σύστημα, τον ενισχύουν ως το πιο ολέθριο σημείο. Η Ευρωζώνη είναι το πιο ακραίο υπόδειγμα. Τα κράτη, για να σώσουν τις εκτεθειμένες στον χρηματο-οικονομικό τζόγο τράπεζες, εκτίναξαν τα δημόσια χρέη τους με χρήματα που δανείστηκαν από τις ίδιες τις τράπεζες, οι οποίες έχουν ανάγκη από νέα διάσωση και πάλι με χρήματα των κρατών, έστω και υπό τη μορφή ενός κοινοτικού ταμείου διάσωσης που θα το χρηματοδοτούν πάλι τα κράτη αλλά δεν θα επιβαρύνει – υποτίθεται- το κρατικό χρέος. Θαυμάσια! Αν ήταν τόσο απλό, γιατί δεν διέγραφαν δια μιας το αμοιβαίο χρέος κρατών και τραπεζών να τελειώνουμε; Αυτός είναι ο περίφημος φαύλος κύκλος κρατικού και τραπεζικού χρέους που υποτίθεται ότι σπάζει με την έσχατη «μεταρρύθμισή» της η Ευρωζώνη. Στην πραγματικότητα η ηγεσία της δίνει θεσμική υπόσταση σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο, τον καθιστά όρο ύπαρξής της επιβάλλοντας στις κοινωνίες την ακραία λύση: όλη η Ευρώπη ένα Μνημόνιο υπέρ Πίστεως. Της τραπεζικής πάντα…


Οι πολιτικές της Ευρωζώνης, ανεξαρτήτως της γερμανικής, γαλλογερμανικής ή ιταλογερμανικής απόχρωσης που παίρνει κάθε φορά ο άξονάς της, είναι ο ορισμός της ακρότητας. Τίποτα το μεσαίο δεν ευδοκιμεί πια εδώ. Όσοι πίστευαν στον «ρεαλισμό» της μέσης λύσης κι ανέλαβαν το πολιτικό ρίσκο της διαπραγμάτευσής της θα αναγκαστούν σύντομα να βαφτίσουν το κρέας ψάρι και το άκρον μέσον. Ή να διαχειριστούν μιαν ακραία εξέλιξη: ένα νέο ακραίο μνημόνιο, μια ακραία αποβολή της χώρας από το ευρώ, μια ακραία κοινωνική έκρηξη. Ίσως και τα τρία μαζί. Από τη σύγκρουση κοινωνίας- πιστωτών θα ξεπηδήσει το δίλημμα «ή εμείς ή αυτοί», στο οποίο δεν χωράει μέση λύση.

Μάλλον θα ζήσουμε εποχές ακραίες για μεσαίους, μέσους νόες και μεσήλικες. Η εποχή δεν αντέχει πια ούτε τον Αριστοτέλη ούτε τη μεσότητά του.





ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Ίσο θα πει: κάτι που βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Όταν λέω «μέσον σε σχέση προς το πράγμα», εννοώ «αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα»• αυτό, φυσικά, είναι ένα, και το ίδιο για όλους• όταν, πάλι, λέω «μέσον σε σχέση προς εμάς», εννοώ «αυτό που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο», κάτι που, βέβαια, δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους. Παράδειγμα: Αν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσον σε σχέση προς το πράγμα λέμε πως είναι το έξι, αφού αυτό υπερέχει και υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων. Αυτό βέβαια είναι το μέσον όπως το διδάσκει η αριθμητική. Το μέσον όμως το σε σχέση προς εμάς δεν θα το ορίσουμε έτσι• γιατί αν για ένα άτομο είναι πολύ το να φάει δέκα «μερίδες» και λίγο το να φάει δύο, δεν θα πει πως ο προπονητής θα ορίσει έξι «μερίδες», γιατί και αυτή η ποσότητα μπορεί να είναι πολλή γι’ αυτόν που θα τη φάει ή λίγη: λίγη για έναν Μίλωνα, πολλή για τον αρχάριο στη γύμναση. Το ίδιο ισχύει και στο τρέξιμο ή την πάλη. Συμπέρασμα: Ο ειδήμονας αποφεύγει την υπερβολή ή την έλλειψη και ψάχνει να βρει το μέσον• αυτό είναι η τελική του προτίμηση ― φυσικά όχι το μέσον το σε σχέση προς το πράγμα, αλλά το σε σχέση προς εμάς.

Αριστοτέλη, «Ηθικά Νικομάχεια»

Monday, July 2, 2012

Οδυσσείς και Οδύσσειες

(Από τη στήλη "Γράμματα στην κόρη μου, περιοδικό ΜΟΝΟ, 8/6/2012- καθυστερημένη αναδημοσίευση)

Αγαπημένη μου Βέρα,

Μια βδομαδίτσα έμεινε. Όχι για τις εκλογές, που μάλλον λίγο σ’ ενδιαφέρουν. Για τη μικρή εξεταστική σου Οδύσσεια μιλάω και για το σχολείο. «Κλειστόν λόγω διακοπών». Υπάρχει, βέβαια, ο κίνδυνος αυτό το «κλειστόν» να παραταθεί και πέραν των διακοπών, αν πιστέψει κανείς όλους αυτούς που προβλέπουν τη συντέλεια του κόσμου, αν οι ψηφοφόροι κάνουν «λάθος» επιλογές. Κι αυτοί μια Οδύσσεια προβλέπουν. Χωρίς χάπι έντ, χωρίς νόστο, ή με έναν νόστο που θα αργήσει δεκαετίες.


Τι μου ήρθε, Βέρα μου, και τα βλέπω όλα σαν Οδύσσειες; Η αφορμή ήσουν πάλι εσύ κι η πρώτη σου επαφή με αυτό το ασύλληπτο έπος-ποίημα-μυθιστόρημα-παραμύθι-φιλμ νουάρ-μεταφυσικό θρίλερ-γκραν γκινιόλ-ερωτική νουβέλα-πολιτικο-κοινωνικό δοκίμιο- φιλοσοφικό και ψυχαναλυτικό αφήγημα του Ομήρου. Γιατί η Οδύσσεια είναι όλα αυτά. Έτσι το βλέπω εγώ, τουλάχιστον, κι ας με πάρουν στο κυνήγι οι φιλόλογοι. Ο αθεόφοβος υπαρκτός ή ανύπαρκτος δημιουργός της τα έχει επινοήσει και πει όλα εδώ και 2.800 χρόνια, σε 12.110 στίχους. Οι κλεφτές ματιές που έριξα στο σχολικό βιβλίο σου καθώς προετοιμαζόσουν για τις εξετάσεις, μού ξύπνησαν την πρώτη γοητεία που είχε ασκήσει στο ακατέργαστο εφηβικό μου μυαλό η ανάγνωσή της (στη μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή, αν θυμάμαι καλά). Κι ύστερα διάβασα καπάκι και το «σίκουελ» του Καζαντζάκη κι έπαθα ένα λαλά και μια σύγχυση, γιατί άλλο Όμηρος, άλλο Καζαντζάκης, αλλά εγώ τα πήρα σαν δύο σε ένα, άσε που η Καζαντζάκεια Οδύσσεια μου φάνηκε καλύτερη.


Διότι, Βέρα μου, τα ιδεολογικά γυαλιά της εποχής μου, με φακούς πολυεστιακούς που άλλοτε υπερμεγέθυναν κι άλλοτε ελαχιστοποιούσαν τα πράγματα, δεν μου επέτρεπαν να δω τον Όμηρο και με τόσο καλό μάτι. Μου φάνηκε-πώς να τα πω-πολύ «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», έννοιες κάπως «κακόφημες» την περίοδο της μεταπολιτευτικής έξαρσης, και ιδιαίτερα για θυμωμένους εφήβους. Αντίθετα, ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη που παρατάει και Ιθάκη, και Πηνελόπη, και Τηλέμαχο, και βασίλειο για να ταξιδέψει στο Νότο, μέχρι να συναντήσει τον Χάρο, μου φάνηκε πολύ «μπίτνικ» και μοδάτος, πολύ συνεπής σ’ εκείνο το περίφημο «δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος».


Έπειτα, Βέρα μου, ήρθε ο Καβάφης. Χωρίς το φλογερό ταμπεραμέντο του Οδυσσέα του Καζαντζάκη, ο δικός του «πολύτροπος» ήρωας ήταν ένας πολίτης του κόσμου που η Ιθάκη του δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να τον διασχίσει, συλλέγοντας σταγόνα σταγόνα το νέκταρ της ζωής, της γνώσης, της απόλαυσης στις απίστευτες εκδοχές που παρέχονται. Αργότερα, πολύ αργότερα ανακάλυψα ότι η Οδύσσεια της ζωής δεν είναι απαραίτητα μια συνάρτηση χιλιομέτρων που έχει κανείς διανύσει, ούτε τόπων που έχεις γνωρίσει, ούτε των ανθρώπων με τους οποίους έχεις γίνει εχθρός, φίλος, εραστής, συγγενής. Κάθε ώρα, κάθε μέρα ζωής μπορεί να είναι μια Οδύσσεια. Όπως συμβαίνει με την 16/6/1916, τη μοναδική μέρα της ζωής του Δουβλινέζου Λεοπόλδου Μπλουμ που αφηγείται ο Τζέημς Τζόυς στις εκατοντάδες σελίδες του δικού του δικού του «Οδυσσέα». Σου εύχομαι, Βέρα μου, να τη διαβάσεις κάποτε, αν και η ανάγνωσή της είναι κι αυτή μια κανονική Οδύσσεια.


Σκέψου το λίγο. Κάποιες μέρες και σένα σου φαίνεται Οδύσσεια να σηκωθείς από το κρεβάτι, να ετοιμαστείς για το σχολείο, να παρακολουθήσεις μερικές βαρετές ώρες διδασκαλίας, να διαβάσεις, να τρέξεις στα αγγλικά κι ό,τι άλλο σου παρέχουμε εμείς οι γονείς σου, με τη βεβαιότητα ότι θα σου είναι κάποτε χρήσιμο. Κι είναι άλλη μια Οδύσσεια το γεγονός ότι αυτό θα συνεχίζεται για πολλά χρόνια ακόμη, με μια Ιθάκη που μπορεί να λέγεται «καριέρα», αλλά να αποδεικνύεται ένα «φτου κι απ’ την αρχή», μια ακόμη Οδύσσεια, μέχρι την επόμενη Ιθάκη, τον έρωτα, την οικογένεια, τα παιδιά, ας πούμε, που κι αυτά με τη σειρά τους γίνονται νέο ταξίδι γεμάτο Λαιστρυγόνες, Κίκονες, Λωτοφάγους κι άλλους δυσοίωνους συνοδοιπόρους, που μόνη του βέβαιη κατάληξη ξέρουμε ποια είναι, ας μην την ξεστομίσουμε καν.


Κι αν η ζωή ήταν ένα miles and bonus, κάτι σαν τα προγράμματα των αεροπορικών εταιρειών που σου προσφέρουν έξτρα ταξίδι όταν συμπληρώσεις κάποια μίλια διαδρομών, να πεις: πάει στο διάολο, κάτι κέρδισα. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Κατά κανόνα, μια Καλυψώ βρίσκεται πάντα στον δρόμο σου κι επιστρατεύει όλη της τη θεϊκή ή επίγεια εξουσία για να σε κολλήσει σε μια Ωγυγία. Και καμιά Αθηνά δεν πρόκειται σαν από μηχανής θεός να ’ρθει να σε ξεκολλήσει από εκεί, αν δεν αποφασίσεις να ξεκολλήσεις μόνη σου ή, ακόμη καλύτερα μ’ όσους σε συντροφεύουν στην κοινή σας Οδύσσεια.


Τελικά, Βέρα μου, ίσως είναι θέμα επιλογής τι είδους Οδυσσέας θέλεις να ’σαι και μέχρι ποια Ιθάκη θέλεις να φτάσεις. Έχεις καιρό να το ψάξεις. Προς το παρόν, ξέρω πως το τέλος της τωρινής σου Οδύσσειας πλησιάζει. Κι η Ιθάκη σου έχει πολύ ήλιο, άφθονο ελεύθερο χρόνο, θερμοκρασία 30 βαθμών και πάνω και θάλασσα, πολύ θάλασσα. Αυτό, τουλάχιστον, δεν μπορεί να μας το στερήσει κανείς.