Saturday, February 2, 2013

Κέντρο, απόκεντρο

(Επενδυτής, 2/2/2013)


Στη φυσική, στην οποία ήμουν σκράπας, κεντρομόλος χαρακτηρίζεται η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα το οποίο περιστρέφεται κυκλικά γύρω από ένα σημείο. Αλλά έχει και το αντίθετό της, τη φυγόκεντρη δύναμη. Και φυγόκεντρη είναι η δύναμη που «αισθάνεται» ένα σώμα σε κυκλική κίνηση και η οποία το ωθεί να φύγει από την τροχιά αυτή. Οι φυσικοί χαρακτηρίζουν τη φυγόκεντρο δύναμη «φαινόμενη», εικονική και όχι πραγματική. Την θεωρούν αποτέλεσμα της αδράνειας των σωμάτων και όχι πραγματική δύναμη. Και στην ουσία, λένε πάντα οι φυσικοί, υπάρχει και γίνεται αισθητή μόνο όσο υπάρχει η κεντρομόλος, πραγματική δύναμη, όπως για παράδειγμα η βαρυτική δύναμη που ασκεί η Γη στον δορυφόρο της, τη Σελήνη. Όταν παύσει να ασκείται η κεντρομόλος δύναμη, παύει και η «εικονική» φυγόκεντρος. Το σώμα φεύγει από την κυκλική του τροχιά για να κινηθεί ευθύγραμμα. Κάπως έτσι.
Για πολλές δεκαετίες η πολιτική και κοινωνική ζωή στις χώρες της Δύσης, άρα και στην Ελλάδα, κινούνταν κυκλικά, γύρω από ένα νοητό κέντρο. Ο κύκλος που διέτρεχαν τα πολιτικά σώματα και τα κοινωνικά στρώματα είχε ως σταθερό κέντρο περιφοράς μια πολιτική συνισταμένη στην οποία συντίθεντο κομματικά προγράμματα και ιδεολογικά μανιφέστα, από τον χώρο της φιλελεύθερης και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς μέχρι τον χώρο της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Με τον καιρό, ο κύκλος της περιφοράς έγινε φαύλος και τα περιφερόμενα πολιτικά σώματα εξελίχθηκαν αριστεροδέξιες και σοσιαλφιλελεύθερες ρεπλίκες, σαν τα δίδυμα φεγγάρια του Άρη, τον Φόβο και τον Δείμο, που ανταγωνίζονται ποιο θα εξαχνωθεί πρώτο στην ατμόσφαιρα του «κόκκινου πλανήτη». Ήδη, ο πρώτος από τους δύο βασικούς δορυφόρους του κεντρομόλου μας κομματικού συστήματος (το ΠΑΣΟΚ, φυσικά) έχει γίνει σκιά του εαυτού του. Αλλά τα κομμάτια του εξακολουθούν και βρίσκονται σε κυκλική τροχιά γύρω από το ιδεατό κέντρο.

Η βαρυτική έλξη του πολιτικού κέντρου, που μέχρι πριν από τρία χρόνια υποχρέωνε τα κόμματα του αστικού χώρου να λειαίνουν διαρκώς τις ιδεολογικές τους γωνίες, υποτίθεται ότι είχε και υλική βάση. Το πολιτικό κέντρο είχε στον πυρήνα του, ακριβώς σαν το μάγμα των πλανητών, τον περίφημο μεσαίο χώρο ή μεσαία τάξη. Τον περιούσιο λαό των μικρομεσαίων, που στην πραγματικότητα ήθελαν να ξεφύγουν από την κοινωνική και οικονομική τους «μεσότητα», να αναρριχηθούν στην κορυφή της πυραμίδας, ή, για να μιλήσουμε με κυκλικούς όρους, να βρεθούν στην περιφέρεια του κύκλου. Μια φυγόκεντρος δύναμη κινητοποιούσε την απληστία τους, τις μεγάλες προσδοκίες τους, τα μικροαστικά τους όνειρα, την επιθυμία τους ν’ αυξήσουν τον πλούτο και την κοινωνική τους επιρροή. Και, παραδόξως, τα κεντρομόλα κόμματα εξουσίας προσπαθούσαν να κρατήσουν την πελατειακή τους σχέση με το περίφημο κοινωνικό κέντρο ακριβώς κολακεύοντας τις φυγόκεντρες τάσεις του. Κάπως έτσι κατέρρευσε το βαρυτικό σύστημα του κομματικού μας σύμπαντος και διαψεύστηκε η νευτώνεια θεώρηση της ελληνικής, προμνημονιακής κοινωνίας. Αλλά, όχι μόνο της ελληνικής.
Ό,τι πιο παράδοξο, αν όχι και παράλογο, συντελείται στη μνημονιακή Ελλάδα είναι ο νέος διαγκωνισμός που παρατηρείται στο πολιτικό και κοινωνικό κέντρο, την ώρα που το πρώτο αποσυντίθεται και το δεύτερο συντρίβεται. Οι δύο πυλώνες του μνημονίου, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, που επί χρόνια ανταγωνίζονταν στη διεκδίκηση του μεσαίου χώρου, τροφοδότησαν το αποσαθρωμένο κομματικό σύστημα με μια πανσπερμία πολιτικών μορφωμάτων που, αν και προέρχονται από διαφορετικές ιδεολογικές κοίτες, διεκδικούν και πάλι την προσοχή του περίφημου μεσαίου χώρου, εφόσον έχει μείνει κάτι απ’ αυτόν.

Με το βλέμμα στο κοινωνικό και πολιτικό κέντρο κινούνται τα εκσυγχρονιστικά και μνημονιακά σπαράγματα του ΠΑΣΟΚ, η ΡΥΚΣΣΥ του Λοβέρδου, η Δυναμική Ελλάδα του Μόσιαλου και οι ελεύθεροι σκοπευτές, πρώην κορυφαίοι του σημιτικού ή του παπανδρεϊκού μπλοκ. Το «πατριωτικό κέντρο» είναι το σημείο αναφοράς των Ανεξάρτητων Ελλήνων, αλλά και η Ελλήνων Πρωτοβουλία που προέρχεται από την πρώτη διάσπαση στις τάξεις των ΑΝ.ΕΛ. Αν και ιδεολογικά αυτά τα μορφώματα θα μπορούσαν να τοποθετηθούν δεξιότερα της Ν.Δ. χάριν του ιδιότυπου αντι-φιλελευθερισμού τους, κοινωνικά απευθύνονται σ’ ένα ταξικό συνονθύλευμα που έχει αποδεσμευτεί από τον δικομματισμό και εμφανίζει έντονες φυγόκεντρες τάσεις από την πολιτική γενικώς, όπως καταδεικνύουν τα μεγάλα δημοσκοπικά ποσοστά αδιευκρίνιστης ψήφου, άρνησης της πολιτικής συμμετοχής, ψήφου στον «κανένα» και στο «τίποτα».
Στα ίδια ακριβώς θολά κοινωνικά νερά αλιεύει και η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Στο δικό της «πατριωτικό κέντρο» συνωθούνται θύματα του μνημονίου απαλλαγμένα από τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά και ανεξάρτητα από το βάθος των πληγών τους, με μόνη συγκολλητική ουσία την «ελληνικότητά» τους.

Αλλά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος παρατηρείται μια αντίστοιχη κεντρομόλος σπουδή. Δεν είναι μόνο η κυβερνητική ΔΗΜΑΡ που προσπαθεί να φιλοτεχνήσει το δικό της μνημονιακό πολιτικό και κοινωνικό «κέντρο», απευθυνόμενη σε στρώματα που προσδοκούν μακροπρόθεσμα κάποια οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις-απορρυθμίσεις του μνημονίου. Είναι κυρίως η αλματώδης μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς ένα αδιαμόρφωτο πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό κέντρο, που δίνει το στίγμα και την ένταση στον πολιτικό ανταγωνισμό για το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, τον μεσαίο χώρο.
Έτσι, έχουμε μια ολική επαναφορά στο προ-μνημονιακό παράδοξο. Την ώρα που το μνημόνιο και ο βίαιος κοινωνικός μετασχηματισμός που προκαλεί διώχνει από το «κέντρο» όλο και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού, απελευθερώνοντας μιαν ανεξέλεγκτη φυγόκεντρο δύναμη, το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί και περιστρέφεται γύρω από ένα κέντρο που η βαρυτική του έλξη φθίνει δραματικά, μέχρι μηδενισμού της. Αγνοεί επιδεικτικά τις δύο κυριότερες επιδράσεις της κρίσης στην κοινωνία, που είναι οι εξής: πρώτη, η δραματική αποδυνάμωση του κόσμου της εργασίας, με τον ακρωτηριασμό της διαπραγματευτικής της δύναμης, με τη δραστική μείωση της τιμής της και με την πρωτοφανή εκτόπιση από την παραγωγική διαδικασία μιας μεγάλης μάζας ανέργων και υποαπασχολούμενων, που τείνουν να γίνουν πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού. Και η δεύτερη επίδραση είναι η αποσύνθεση της λεγόμενης μεσαίας τάξης, ένα τμήμα της οποίας φτωχοποιείται, χάνει τα εισοδηματικά και περιουσιακά πλεονεκτήματα που την τοποθετούσαν στο «κοινωνικό κέντρο», ενώ ένα άλλο τμήμα της προλεταριοποιείται κανονικά, αλλάζει οριστικά κι ίσως αμετάκλητα κοινωνική ένταξη, ασχέτως του πόσο το συνειδητοποιεί ή όχι. Για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας όχι μόνο αποψιλώνονται τα μεσαία στρώματα που άμβλυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις και αδρανοποιούσαν την «πάλη των τάξεων», αλλά διαμορφώνεται και μια τεράστια πλειοψηφία ανθρώπων που εξωθούνται σε μια σχετικά ομοιογενή κατάσταση ανέχειας, ανασφάλειας, απελπισίας, εκμετάλλευσης και κοινωνικής υποτέλειας. Μπορεί αυτή η πλειοψηφία να μην είναι μια τάξη στην κυριολεξία, ωστόσο τα στοιχεία συνοχής και ώσμωσής της όλο και περισσότερο επισκιάζουν όσες αντιθέσεις επιβιώνουν εντός της από την εποχή της «ευημερίας»: εισοδηματική κατάρρευση, φορολογική εξάντληση, παραγωγική περιθωριοποίηση, δυσκολία επιβίωσης. Επομένως, δεν είναι το κέντρο, αλλά το απόκεντρο του κοινωνικού μας σύμπαντος που βρίσκεται σε κενό οράματος, προσδοκίας και πολιτικής έκφρασης.

Παρ’ όλα αυτά, το πολιτικό σύστημα περί άλλα τυρβάζει. Εξακολουθεί να απευθύνεται στο εικονικό κέντρο, πιθανότατα γιατί δεν έχει τίποτα να πει και να προτείνει στο κοινωνικό απόκεντρο που βρίσκεται εκεί έξω και περιμένει. Δεν έχει να προτείνει τίποτα απτό στους 1,5 εκατομμύριο ανέργους, στους 2 εκατ. μισθωτούς που προσπαθούν να επιβιώσουν με μισθούς κουρεμένους κατά 25%, στο 1 εκατ. οιονεί μικρομεσαίων που βρίσκονται στον αστερισμό των κατασχέσεων και των λουκέτων από την εφορία, τους πιστωτές, τους προμηθευτές. Μοιραία, το κοινωνικό απόκεντρο, απελευθερωμένο από κάθε κεντρομόλα έλξη, θα ξεφύγει σε ευθύγραμμη τροχιά, προφανώς στα δεξιά της εφαπτομένης του κύκλου, για να επιστρέψουμε στους όρους της φυσικής. Στο μεταξύ, το πολιτικό σύστημα θα εξακολουθήσει την περιστροφή του περί το εικονικό κέντρο. Όταν θα αντιληφθεί πως δεν πρόκειται παρά για μια περιφορά γύρω από τον εαυτό του, μάλλον θα είναι αργά.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Μια ιστορία σαχλαμάρα θα σας πω
με χωρίς ενδιαφέρον και σκοπό
που την έγραψα για πλάκα
να γεμίσουμε την πλάκα
με στιχάκια σαν κι αυτό:
Η γυναίκα μου μού είπε σε τόνο γλυκό
«Γράψε αν θέλεις και κανένα σουξέ λαϊκό
γράψε κάτι που να πιάνει
τη μεσαία τάξη, Γιάννη,
κάτι πιο ερωτικό
κάτι πιο ερωτικό».
Ήταν λέει μια φορά κι έναν καιρό
ένας τύπος άσος κούπα στο χορό
που τους έκανε όλους βίδες
μες στις χοροεσπερίδες
με το βαλς και το τανγκό.
Τυλιγμένος σ’ ένα κίτρινο κασκό
τα μαλλιά του γυαλισμένα με μπριγιόλ
ήταν γύρω στα τριάντα
θαυμαστής του Φρανκ Σινάτρα/
αλλά και του Νατ Κινγκ Κολ.
Η γυναίκα μου μού είπε σε τόνο γλυκό
«Γράψε αν θέλεις και κανένα σουξέ λαϊκό
γράψε κάτι που να πιάνει
τη μεσαία τάξη, Γιάννη,
κάτι πιο ερωτικό
κάτι πιο ερωτικό».
Η ιστορία μας τελείωσε εδώ
σ’ ένα πούλμαν μέσ’ στην εθνική οδό
λίγο πριν απ’ τα διόδια
πήγαμε όλοι με τα πόδια
για χωνάκι παγωτό.

Γιάννη Λογοθέτη, «Τραγούδια με νόημα» (1975)

 

 

 

1 comment:

  1. η αναλογία είναι υπερβολικά καλή για να ισχύει ότι ήσουν σκράπας στη φυσική.

    ReplyDelete